Ήρθαν χαράματα ξαστέρωτα σηκώνοντας τη γειτονιά, όρμησαν αλαλάζοντας με πυρωμένα μάτια, οι σπάθες έτοιμες να ξελυθούν από το ζωνάρι. Έφτυναν στο πρόσωπο στριγκλίζοντας, μιάσματα ραγιάδες να φύγετε, τούτα τα χώματα είναι δικά μας.

Του Διαμαντή Παπαθανασίου

«Τα χώματα αυτά είναι δικά μας» τι παράξενα που κουδούνιζε αυτό μες το κεφάλι της, η Ευγενία ήταν 18 χρονών όταν πρωτοαντίκρισε την Καστοριά το ‘27 με τα τελευταία μπουλούκια προσφύγων, στοιβαγμένοι σαν σακιά πατάτες πάνω στα κάρα με όλο τους το βιος παραμάσχαλα, άπλυτοι για μέρες είχαν οργώσει τη μισή Ελλάδα, άραγε πόσος καιρός πέρασε από τότε που άφησαν το Μυριόφυτο στα παράλια της Προποντίδας; Όλοι οι φίλοι της σκόρπισαν σαν χήνες που άκουσαν την τουφεκιά του κυνηγού, το σπίτι τα΄φησαν με την εξώπορτα να χάσκει, μα ποιο πολύ τη βάρκα του πατέρα της συλλογίζονταν, αν Θα έβρισκε ένα χέρι ικανό να την κουμαντάρει ή θα αφηνόταν στο βυθό που την περίμενε να την δεχτεί στα έγκατα του.
Το χέρι της είχε μουδιάσει καθώς το κρατούσε σφιχτά η μάνα της, όχι γιατί το θελε εκείνη, αλλά καταλάβαινε πως έτσι η μάνα της αισθανόταν καλύτερα. Ο πατέρας της προχωρούσε σκυφτός πλάι στο κάρο, κοντοστάθηκε μια στιγμή και αντίκρισε τη λίμνη που άρχισε να ξεπροβάλει, ψαράδες είμαστε, νερό μπόλικο βλέπω, τι στ’ανάθεμα δεν θα βγάλουμε άκρη; Μονολόγησε αναστενάζοντας βαθιά σαν να ήθελε να βγάλει όλη τη θλίψη από το κορμί του.

Η θέα της λίμνης και των δεμένων καραβιών την έκαναν να αισθανθεί καλύτερα.

– Θα τα καταφέρουμε μπαμπά, σίγουρα θα τα καταφέρουμε, είπε χαρωπά η Ευγενία και τον χτύπησε στην πλάτη.

Άλλους τους παράχωσαν όπως, όπως σε τούρκικα τζαμιά και σχολεία, ενώ κάποιους τους έβαλαν μαζί με τούρκικες οικογένειες που ακόμα δεν είχαν αναχωρήσει. Σε ένα τέτοιο σπίτι στάθηκαν στην αυλή οι τρεις τους μην ξέροντας τι να πουν και πώς να φερθούν στα τρία ζευγάρια μάτια που τους κοιτούσαν με την ίδια αμηχανία, με τον ίδιο καημό. Ένα λεπτό τους φάνηκε αιώνας, ώσπου ο Αχμέτ, ο κύρης του σπιτιού άρπαξε τους μπόγους και τους προέτρεψε να περάσουν μέσα. Τα πόδια τους μπερδεύτηκαν το ‘να με τ’ άλλο, ήρθαν τα χνώτα τους κοντά, ίδια μύριζαν τελικά και των μεν και των δε, ανθρωπινά. Τα βλέμματα όμως καρφωμένα στο πάτωμα δεν ήθελαν να βρεθούν, δεν ήξεραν τι να πουν, άλλοι τα είχαν ορίσει για λογαριασμό τους, τούτοι για καιρό, πανιά ξεκάταρτα θα ένοιωθαν είτε σε αυτήν την πατρίδα είτε στην άλλη.

Έκαναν όλοι ένα κύκλο στο κατώι, από τα κελάρια ανακατεμένες μυρωδιές ήρθαν στα ρουθούνια των νεοφερμένων.

– Τουρσί, μυρίζει τουρσί, ξεστόμισε η Ευγενία για να λειάνει την αμηχανία.

– Πάμε πάνω στον οντά, ψέλλισε η κυρά του σπιτιού.

– Ναι, είπαν όλοι μ’ένα στόμα και στριμώχτηκαν στη σκάλα.

Έμαθε σιγά, σιγά να μην συνερίζεται τα καρφωμένα μάτια των ανθρώπων στο διάβα της, άλλες ματιές καχύποπτες, άλλες εχθρικές, λίγες οίκτου και ποιο λίγες συμπόνιας. Σκόρπιες λέξεις βγαλμένες με μίσος όπως τουρκόσποροι, μουσουλμάνοι, βρομιάρηδες, βοούσαν στο κεφάλι της τον πρώτο καιρό, αλλά έμαθε να τις ξεπερνά πολύ γρήγορα δίνοντας κουράγιο και στους δικού της με την ζωντάνια της και το χαμόγελο στα χείλη.

Έτσι περνούσε κουτσά στραβά ο καιρός και ο καινούργιος τόπος τους χώνευε ήθελε δεν ήθελε. Εκείνο το απόγευμα τα μαντάτα την βρήκαν με την μάνα της να απλώνουν τα ασπρόρουχα στην αυλή. Ο πατέρας είπαν έσβησε έτσι απλά, πώς σβήνει ο άνθρωπος απλά; Σκέφτηκε στιγμιαία, τον βρήκαν μέσα στην καινούργια του βάρκα, μάλλον ήθελε να πάει να βρει το παλιό του το σκαρί εκεί που κείτονταν στο βυθό του Μαριόφυτου, κόντεψε να ξεστομίσει, μα κρατήθηκε.
Η μάνα της χλόμιασε σαν να της στράγγισαν με μιας όλο το αίμα, έπιασε τα ασπρόρουχα στα χέρια και είπε ξέπνοα, τζάμπα τα απλώνουμε τούτα Ευγενία, τα μαύρα βγάλε να τα αερίσουμε λιγάκι. Ο χαμός του πατέρα γέρασε τη μάνα απότομα, τα μάτια της έχασαν τη λάμψη του ζωντανού, τα χείλη της μίκραιναν, το κορμί της έμοιαζε πια με μαδέρια άχρηστα, στραβωμένα από τον πολύ καιρό που βάσταγαν το βάρος των μαστόρων. Ξεμάκρυνε η κακομοίρα απ ΄τη ζωή την άφησε να φύγει και ακολούθησε τον άντρα της μέσα σε 2 μήνες.

Ατσάλωσε η Ευγενία, την αγαπούσε τη ζωή, χτικιό δεν θ’αφηνε να την κάνει η μοίρα της, το πήρε απόφαση λοιπόν θα παντρεύονταν τον πιτσιρίκο που ξεροστάλιαζε κάθε βράδυ στη γωνιά του δρόμου για να την βλέπει να περνά. Στο τρίτο τους αντάμωμα του το’ριξε.

– Στάθη θα με παντρευτείς να κάνουμε κάνα κουτσούβελο; Του πέταξε έτσι πως τον είχε από πάνω της.

– Φύγαμε για τον πατέρα μου, φώναξε λιγωμένος ο Στάθης ο Γρόντης.

Του Φάνη του Γρόντη η νύφη του από τη πρώτη στιγμή που του την σύστησε ο γιος του δεν του καλάρεσε. Σαν σμέρνα την αισθάνθηκε που καρτερά στα βράχια να δαγκώσει. Γελούσε πολύ, φώναζε πολύ, έπινε πολύ, ένα θηλυκό αλλιώτικο από τα συνηθισμένα για την εποχή.
Σου έσπαγε τη μύτη αυτό το σαπούνι που πλενόταν κάθε μέρα, μα κάθε μέρα μπάνιο; Έλεγε και ξανά έλεγε στην γυναίκα του. Ήταν και αυτά τα λόγια της μάνας του που είχαν στοιχειώσει και όλο στριφογύριζαν στο μυαλό του. Με δαύτη που μπλέξαμε βάστα καλά τα χωράφια και τα πρόβατα.

– Το βλέπω πως με κοιτάς Φάνη Γρόντη, και τι δεν θα έδινες να με γαμήσεις, του πέταξε η Ευγενία ενώ του έβαζε να φάει.

– Τι λες μωρή παλιοβρόμα; Μπόρεσε να ψελλίσει εμβρόντητος.

– Τώρα, εδώ και τώρα, αλλά άπαξ και το κάνεις αύριο το πρωί μου γράφεις το μεγάλο χωράφι, του ψιθύρισε και το πάνω χείλος της άγγιξε το αφτί του.

Δίχως να περιμένει την αντίδραση του και χωρίς να του ρίξει μια ματιά, έβγαλε το βρακί της, σήκωσε τη φούστα της και έσκυψε πάνω στο τραπέζι κοιτώντας τον τοίχο ενώ τα πιάτα έκαναν κρότο στο πάτωμα.

Σηκώθηκε αμίλητος, παραπάτησε προς τα πίσω, ξεροκατάπιε και ένιωσε τις παλάμες του ιδρωμένες. Έκανε να πει κάτι αλλά το μετάνιωσε, το επόμενο βήμα ήταν σταθερό προς τα εμπρός ενώ το ζωνάρι του, σύρθηκε στο πάτωμα.

Το βρακί της στο πάτωμα κοίταξε ενώ ανέβαζε τη φούστα της, το βάσταξε στο χέρι της σαν ήθελε να το ζυγίσει, το έφερε στη μύτη της και το μύρισε, άοσμη η πουτανιά, σκέφτηκε. Εκείνος καθόταν χυμένος στο ντιβάνι κοιτώντας το ταβάνι, φαινόταν αποκαμωμένος, του έριξε ένα βλέμμα κενό, έβγαλε το γκιούμι από τη μασίνα και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο.

Μετά δυο μέρες ο Φάνης ο Γρόντης κίνησε για τον συμβολαιογράφο, το χωράφι πέρασε στη νύφη, δεν το ξεστόμισε σε κανέναν, ας το μάθαιναν από κείνη.

Δυο εβδομάδες αργότερα η Ευγενία με τις λίρες από το πουλημένο οικόπεδο, με δυο βρακιά, μια αλλαξιά και ένα παιδί στα σπλάχνα, αποχαιρετούσε την Καστοριά και τράβαγε για Θεσσαλονίκη.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here