Κι ενώ όλοι μας αποζητούμε τα ίδια πράγματα, μοιάζουμε ανήμποροι να φέρουμε τη ζωή στα μέτρα μας.

Της Μαρίας Πολίτη

Κραυγάζουμε πως απ΄τη ζωή μας λείπει και η πίστη και τ’ όνειρο, μα δεν παλεύουμε ούτε για το ένα ούτε για το άλλο. Νιώθουμε τη ζωή μας να βουλιάζει και συνεχίζουμε να μιλάμε γι΄αυτά που θα ΄πρεπε να είχαν γίνει μα ούτε κουβέντα γι΄αυτά που τώρα προστάζει η καρδιά.

Εύκολο πράγμα να κρίνουμε, δύσκολο όμως να πάρουμε την τύχη στα χέρια μας. Ξοδεύουμε χιλιάδες λόγια αναζητώντας τους φταίχτες χτίζοντας μια επιχειρηματολογία αμπελοφιλοσοφικής διάθεσης, αλλά αδυνατούμε να βρούμε το δρόμο να πάμε παρακάτω. Αναλώνουμε σάλιο και ψυχή με διάθεση δικαστή για να βρούμε τους υπεύθυνους της σημερινής μας κατάστασης ώστε να έχουμε κάποιον να αποδώσουμε ευθύνες. Κι εκεί, βέβαια, τον εαυτό μας τον αφήνουμε προσεκτικά απ’ έξω. Η οδός Ελλήνων απόντων υπευθύνων δεν περνάει έξω από το σπίτι μας. Εμείς απλά εισπράξαμε τη μπόρα, δεν φταίμε για τα ποτάμια που μπαζώσαμε. Εμάς δεν μας αναλογεί μερίδιο στην ευθύνη.

Ώρες ώρες νιώθω πως είμαστε μετέωροι διαβάτες μιας ζωής που μας δόθηκε απλόχερα, αλλά εμείς τη σπαταλάμε άσκοπα.

Κι αυτή η γκρίνια! Έγινε δεύτερο ρούχο μας. Γρατσουνάει λίγο λίγο τη ψυχή μας κλέβοντας το μέρος της ελπίδας. Πώς σπαταλάμε έτσι τη λιγοστή ενέργειά μας; Φαίνεται δε ζυγιάσαμε καλά τα πράγματα. Από τη μια η ζωή μας, έτσι όπως μας δόθηκε, με τις χαρές και τις λύπες της κι από την άλλη η ματαιότητα για όλα αυτά που δε μπορούμε πλέον να κάνουμε ή γι΄αυτά τα λίγα που με πολλή δυσκολία καταφέρνουμε. Περιφέραμε τη χαρά μας πίσω από γυαλιστερές βιτρίνες, φανταχτερές κορδέλες και ακαλαίσθητα χρωματιστά φωτάκια. Η χαρά μας καταναλώθηκε σε μικρές αλλά γενναιόδωρες δόσεις σε καθετί φτηνό μα ελκυστικά ωραίο και μάταιο. Μάθαμε στο εύκολο. Αφεθήκαμε στη μαγεία της γρήγορης και απαίδευτης ευτυχίας. Κλείσαμε την καρδιά μας και ανοίξαμε την πόρτα στο πρόσκαιρο . Παγιδέψαμε τα όνειρά μας σ΄έναν κόσμο γεμάτο ψευδαισθήσεις.

Κι άντε τώρα να βγεις από ΄κει. Πώς σηκώνεται κανείς από τη βολή του καναπέ του; Πώς ν΄απαρνηθεί κανείς τη ζεστασιά του σπιτιού του, έστω κι αν την πληρώνει πλέον ακριβά; Πώς να χτίσεις τ΄ όνειρο απ΄την αρχή;

Ο καθένας πρέπει μόνος του να σηκωθεί, μόνος του να βγει ξανά στη ζωή. Το χρωστάμε στα παιδιά μας αλλά προπάντων στον εαυτό μας.

Ανέκαθεν θαύμαζα τους ανθρώπους που αγαπούν τη ζωή, που η λύπη τους είναι η δύναμή τους. Άνθρωποι καθημερινοί μα συνάμα ξεχωριστοί με καθαρή ματιά και άδολη ψυχή. Είναι αυτοί που στίβουν το λίγο και βγάζουν το πολύ. Είναι αυτοί που μπορούν να δουν την ομορφιά της ζωής μέσα από μια φτωχική κάμαρα και δε διστάζουν να χαμογελούν τις βροχερές μέρες. Είναι αυτοί που ξέρουν να κρύβουν καλά τον πόνο τους και να χαρίζουν μια ζεστή καλημέρα στο γείτονά τους. Είναι αυτοί που αγαπούν τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες αλλά προσπαθούν να βάλουν χρώμα στη ζωή τους. Είναι αυτοί που δεν έγιναν φαφλατάδες των ονείρων τους.

Σ΄αυτήν εδώ τη ζωή που μας χαρίστηκε τίποτε ποτέ δεν θα΄ναι αρκετό. Πάντα τα όνειρά μας θα ΄χουν ρωγμές και πάντα θα μας λείπει αυτό το κάτι. Η ζωή μας, όμως, ανήκει στο εδώ και όχι σε χρόνο αόριστο.

«Το σπουδαίο δεν είναι ν΄αλλάξουμε τη ζωή μας, ονειροπολώντας μιαν άλλη πιο ενδιαφέρουσα, αλλά να κάνουμε να λαλήσει τούτη η ζωή όπως μας δόθηκε την καθημερινή, την ταπεινή, την ανθρώπινη, όπου το καθετί που μπορούσε να γυρέψουμε πρέπει να υπάρχει».
Γ. Σεφέρης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here