Σφυρίζουν στην αρχή και ο θόρυβος σιγά σιγά γίνεται εντονότερος καθώς πλησιάζουν, τρέμω ολόκληρος απ’την εκκωφαντική βουή πριν το τελικό ξέσπασμα. Η γη σείεται, ντουβάρια καταρρέουν σαν χάρτινες κατασκευές, και ύστερα;

Του Διαμαντή Παπαθανασίου

Και ύστερα σιωπή, μια τρομακτική, αμείλικτη σιωπή που κυριεύει όλο σου το είναι. Σκοτάδι και σκόνη, τόνους από σκόνη, φόβος και ανασφάλεια, και ύστερα;

Και ύστερα σβαρνιζόμαστε ανάμεσα σε βουνά από πέτρες και σίδερα, με πρόσωπα καπνισμένα, στραγγισμένα από κούραση, γύρω μας διάσπαρτα άψυχα διαμελισμένα σώματα, και ύστερα παντού μόνο θάνατος.

Της κρατάω το χέρι σφιχτά, όσο σφιχτά μπορώ να κρατήσω όλο τον κόσμο μου, της σιγοψιθυρίζω να μη φοβάται, πως όλα θα περάσουν σε λίγο και θα’ρθει πάλι ο ήλιος. Πόσο πολύ λαχταρά να δει τον ήλιο. Και ύστερα;

Και ύστερα πρέπει να βρω δύναμη να αντέξω μόνο για αυτήν, γιατί αν χαθεί αυτή δεν υπάρχει τίποτα άλλο να προσμένω πια. Τόσο μικρή, τόσο απίστευτα αθώα, στη σκέψη και μόνο πως μπορεί να πάψει να υπάρχει, αισθάνομαι κάτι ανατριχιαστικό να βοά μέσα μου. και ύστερα;

Και ύστερα κλείσε τα μάτια σου μικρή μου και μην ακούς τα ουρλιαχτά και τις σειρήνες που σπαράζουν εδώ και εκεί.  Αιώνες μοιάζουν οι στιγμές, σαν να κόλλησε ο χρόνος από τον τελευταίο κρότο. Κάθε τόσο πυροβολισμοί ακούγονται μέσα στα βουνά από μπάζα, πότε πιο κοντά πότε πιο μακριά, και ύστερα;

Και ύστερα της σφίγγω το χέρι πιο δυνατά και νιώθω το σώμα της να κουρνιάζει από φόβο δίπλα στο δικό μου, το σκοτάδι είναι πηχτό, μυρωδιές από καμένο λάστιχο γεμίζουν τα ρουθούνια μας, ψυχή δε σαλεύει τριγύρω, παρά μόνο πτώματα. Κρυώνω, πότε θα πάμε σπίτι μας; η μαμά είχες πει θα γυρίσει σε λίγο, πόσο είναι αυτό το σε λίγο ρε μπαμπά; Αυτό το μπαμπά ακούγεται σπαραχτικό στα αυτιά μου, είχαν περάσει τρεις μέρες από τότε που με ματωμένα, τρεμάμενα χέρια της έκλεισα τα μάτια, ήταν τρεις μέρες ή τρεις εβδομάδες άραγε; Κρατήσου Αλέξανδρε, κράτησε το μυαλό σου να μην ξεφύγει, λέω στον εαυτό μου. Και ύστερα;

Και ύστερα, ένας θόρυβος, σαν σούρσιμο σταμάτησε τη σκέψη μου, δεν ήταν μακριά, έβαλα απαλά το χέρι μου στο στόμα της μικρής, ενώ σταμάτησα να αναπνέω. Ένας άντρας χτυπημένος σερνόταν τρία μετρά πιο πέρα ανάμεσα σε πέτρες και δοκάρια. Αντιλήφθηκε την παρουσία μας και  σταμάτησε. Στα μάτια του διαγραφόταν η απολυτή παράδοση, άνοιξε το στόμα του, ήθελε να ουρλιάξει, μάλλον για βοήθεια, αλλά λαλιά δεν βγήκε. Έσκυψε το κεφάλι και συνέχισε να σέρνεται, έκανα ένα βήμα προς το μέρος του, μπας και μπορέσω να τον βοηθήσω αλλά σταμάτησα ακαριαία,σαν ένιωσα το χέρι μου να απομακρύνεται από το σώμα της. Καλή τύχη, σκέφτηκα. Και ύστερα;

Και ύστερα η νύχτα δεν περνούσε με τίποτα, μήπως όμως έχει ξημερώσει; Η ατμόσφαιρα πνιγερή από τις διάφορες εστίες φωτιάς που ξεβράζουν μαύρο καπνό, η δυνατή βροχή είναι κίτρινη και νοιώθω ημιθανής παλεύοντας με τα φαντάσματα εντός μου, που όσο λιγοστεύουν οι ζωντανοί γύρω μου, εκείνα θεριεύουν και γίνονται πιο πολλά.

Η βροχή φτιάχνει λίμνες κόκκινες, δυο παιδιά βγαίνουν σαν από θαύμα κάτω από ένα πεσμένο τοίχο,  τσαλαβουτούν μες στο κόκκινο και  σκύβουν διψασμένα να βρέξουν τα χείλη τους, βροχή και αίμα γίνηκε αυτός ο τόπος όλος. Παραπατούν σαν χαμένα πιασμένα χέρι, χέρι, δεν κλαίνε πια, ο τρόμος τους πήρε τα δάκρυα, και ύστερα;

Και ύστερα στην θέα των παιδιών ένοιωσα τη μικρή να μου σφίγγει το χέρι πιο δυνατά, με πρόσταζε βουβά να τα φέρω κοντά. Τα έσφιξα δυνατά πάνω μου, να επιστρέψουν στην άθλια και επικίνδυνη  πραγματικότητα ή μήπως το έκανα για να μην ξεφύγω εγώ από δαύτη; Πασχίζω να κρατηθώ ψυχικά δυνατός, μα φορές, φορές χάνομαι και βρίσκομαι δίπλα σε εκείνη, λίγο πριν ακουστεί ο βόμβος της έκρηξης, φαντάζομαι τον εαυτό μου σαν ασπίδα να την αγκαλιάζει και το κακό της έκρηξης να εξοστρακίζεται μακριά. Και ύστερα;

Και ύστερα, συνεχίζουμε την αέναη περιπλάνηση, δυο κόρακες δίπλα μας φτερούγισαν και κάθισαν σε ένα σίδερο που ξεπρόβαλε μέσα από τα χαλάσματα, είμαι σχεδόν σίγουρος ότι το ένα, μου μίλησε σε μια γλώσσα που δεν κατάλαβα. Έστρεψα το βλέμμα στα παιδιά πίσω μου και μέτρησα 12 όλα τους πιασμένα χέρι, χέρι και εγώ, μετέωρος προσπαθώ να ισορροπήσω ανάμεσα στο τώρα και τη λήθη. 12 ψυχές με καταπλακώνουν προσμένοντας από μένα την ελπίδα, τι βάρος ασήκωτο που μοιάζει; θολώνουν γύρω μου τα πάντα, τα πόδια μου τρέμουν, ουρλιάζω για βοήθεια μα κάτι σαν ψίθυρος, κάτι σαν θρόισμα βγαίνει μόνο από μέσα μου. Είμαι σίγουρος πως άκουσα τον κόρακα να γελά τρανταχτά και τα παιδιά πίσω μου γινήκαν 46, όλα τους πιασμένα χέρι χέρι, μια ανθρώπινη αλυσίδα βρυχάται βουβή κοιτώντας με, αποζητώντας ζωή, και το ύστερα θα έρθει μόνο αν σωθούν τα παιδιά.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here