Στην άκρη της λίμνης. Καθισμένος στο ξύλινο παγκάκι. Γερμένος στην κουπαστή του. Από τότε που βρέθηκε σε τούτη τη νερένια πολιτεία τούτο το παγκάκι αποτελεί το αγαπημένο του. Εδώ συναντά τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τα όνειρά  του ατενίζοντας το υδάτινο στοιχείο που ανοίγεται μπρος του.

Του Αλέξανδρου Μακρίδη

Πλησιάζει τα ογδόντα. Μαλλιά και μουστάκι- σήμα κατατεθέν για να του θυμίζει τον τόπο καταγωγής του- άσπρισαν. Πενήντα και πλέον χρόνια σε αυτή την πόλη έγινε μέρος της ιστορίας της. Ακόμα θυμάται την πρώτη μέρα που την αντίκρισε. Ήταν χειμώνας στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Ένα λευκό πέπλο κάλυπτε την λίμνη και την πόλη. Εικόνες πρωτόγνωρες γι’ αυτόν. Μεγάλωσε σε ένα νησί του Αιγαίου. Το χιόνι τους επισκέπτονταν αραιά και που… Να είχε ξαναδεί τρεις φορές ακόμη χιόνι στη ζωή του. Αυτή η εικόνα τον πάγωσε και συνάμα τον μάγεψε…

Ήρθε για να δουλέψει στη γούνα. Στο μικρό νησί του, ένας βράχος κάπου ριγμένος μέσα στο Αιγαίο, οι δουλειές λιγοστές. Και εδώ σε αυτή την «λευκή» πόλη του ελληνικού βορρά έμαθε πως ζητούσαν εργάτες. Και πήρε το ρίσκο της εσωτερικής μετανάστευσης. Δεν το μετάνιωσε. Γνώρισε τη γυναίκα του. Δούλευαν μαζί σε ένα μικρό εργαστήριο γούνας. Δημιούργησε οικογένεια. Έκανε παιδιά. Δέθηκε με την πόλη και τους κατοίκους της. Ξέχασε το μικρό νησί του Αιγαίου…

-Παππού, παππού, ακούστηκε μια φωνή δίπλα του ικανή να τον βγάλει από τη ρέμβη και τις σκέψεις του…

-Παππού, παππού την μπάλα! Να μην πέσει μέσα στην λίμνη, παππού! συνέχισε η παιδική φωνή. Δίπλα στο παγκάκι μια παιδική χαρά, γεμάτη φωνές και ενέργεια. Η μπάλα έρχεται δίπλα του. Την πιάνει. Την σφίγγει και την πετά πίσω στα παιδιά.

-Ευχαριστούμε παππού ακούστηκαν όλες μαζί οι φωνές των μικρών, σαν καλοκαιρινή συναυλία βατραχιών…

Και ο παππούς επέστρεψε στις σκέψεις του…

«Παππού». Είχε καιρό να ακούσει αυτή τη λέξη. Κοντά ένα χρόνο. Δάκρυα αυλάκωσαν  το ρυτιδιασμένο του πρόσωπο. Ο αγαπημένος του εγγονός  έφυγε μακριά. Πέταξε στις βόρειες χώρες, χελιδόνι προς αναζήτηση καλύτερης εστίας…

Τα δάκρυα έγιναν εικόνες… εικόνες των τελευταίων παθημάτων του. Πριν δέκα χρόνια ξεκίνησαν όλα. Η αγαπημένη του σύντροφος χάθηκε ξαφνικά. Και δεν έφτανε αυτό. Ο μοναδικός του γιος αναγκάστηκε να ακολουθήσει και αυτός το δρόμο το δικό του… της μετανάστευσης. Οι καιροί δύσκολοι. Στη χώρα έσκαγαν τα κύματα της οικονομικής κρίσης. Ήταν συνήθειο πλέον να ακούει καθημερινά για ανθρώπους που φεύγουν και να αδειάζουν τη νερένια πολιτεία.

Μα το τελευταίο δάκρυ ήταν και το πιο πικρό. Στάθηκε και δεν έπεσε στη νοτισμένη γη. Ήταν το δάκρυ για τον αγαπημένο του εγγονό, τον συνονόματό του, τον Πετρή. Είχε μείνει πίσω καθώς οι γονείς του έφευγαν για έξω. Σπούδαζε ιατρική και ήταν το βάλσαμο στην καρδιά του γέρου. Κάθε 2 βδομάδες ο Πετρής έπαιρνε το λεωφορείο της γραμμής για να δει τον αγαπημένο του παππού. Να ακούσει τις αιγαιοπελαγίτικες ιστορίες του. Για το ψάρεμα και τις φουρτούνες της θάλασσας… αλλά και για τη γούνα και τις τεχνικές της. Πάντα συνεπής στο δεκαπενθήμερο αυτό ραντεβού ο Πετρής. Και πάντα κάτι νέο είχε να του πει ο παππούς για τη ζωή , της περιπέτειές της, τους ανθρώπους. Έτσι πέρασαν τα  έξι χρόνια των σπουδών. Ο δεσμός τους δυνάμωσε. Ήταν βλέπεις ο Πετρής η μοναδική ρίζα του γέρου στον τόπο τούτο… Και ο γέρος αποτελούσε την πηγή της δύναμης για τον εγγονό σε μια εποχή που πρότυπα και αξίες είχαν καταβαραθρωθεί στο όνομα των χρηματικών συναλλαγών της εποχής…

Η ρίζα όμως κόπηκε πριν ένα περίπου χρόνο… Ο Πετρής ακολούθησε τη μοίρα των δικών του. Έφυγε για το εξωτερικό. Αναζήτησε δουλειά σε μεγάλο νοσοκομείο της βιομηχανικής χώρας του βορρά. Και έτσι ο γέρος έχασε ξαφνικά το μοναδικό του στήριγμα. Παρέα του, πλέον, λίγοι φίλοι και οι αναμνήσεις να τον στοιχειώνουν. Μόνο σε αυτό το παγκάκι που συνήθιζε να κάθεται από παλιά… βρίσκει στιγμές γαλήνης. Του θυμίζουν άλλες εποχές. Τότε που έφερνε τον μικρό Πετρή στην παιδική χαρά και οι δυο τους συνήθιζαν να κρατούν το καλάμι μαζί και να ψαρεύουν  λέγοντάς του ιστορίες του νησιού του, της θάλασσας.

-Παππού! Ακούστηκε μια φωνή. Ήρθε να τον ξυπνήσει από το ταξίδι του στο χρόνο. Γνώριμη φωνή Νόμιζε ότι δεν άκουσε καλά. Γύρισε το κουρασμένο του πρόσωπο. Μια ψηλή, νεανική μορφή στέκονταν δίπλα του.

– Γύρισα παππού. Πάμε σπίτι μας.

Και το δυνατό χέρι του εγγονού αγκαλιάζει και σηκώνει το γέρο και βαδίζουν αντάμα πάνω στα τελευταία χνάρια του φθινοπώρου, δίπλα στη λίμνη της ζωής.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here