Η ζοφερή άνοιξη του 1935 τον βρήκε στην Καβάλα για το μεροκάματο, μοίραζε γάλα με τα πόδια από πόρτα σε πόρτα ζωσμένος με τους τσίγκινους τενεκέδες.

Του Διαμαντή Παπαθανασίου

Οι πρώτες ομοβροντίες των αντιτορπιλικών έκαναν τους θαλασσοκόρακες στο λιμάνι να φτερουγίσουν μακριά. Οι από «κάτω» κυβερνητικοί κανονιοβολούσαν μετά βδελυγμίας τους από «πάνω» επίδοξους κυβερνώντες μα οι δεύτερες και οι τρίτες βολές ξαστόχησαν και τα παράθυρα αποκεί που ήσαν θεατές γινήκαν θρύψαλο ενώ ο κόσμος κρύφτηκε στα υπόγεια.

Σε μια εξώπορτα να γεμίζει τα μπουκάλια της μικρής Μαριώς, κόρη και αδερφή καπνεργατών τον βρήκε ο ορυμαγδός. Οι σφαίρες  περνούσαν πάνω από τα κεφάλια τους καθώς τα πολυβόλα στα υψώματα της πόλης επιδίδονταν σε ξέφρενο καταιγισμό ριπών, κάνοντας τις γκιόσες ανάμεσα στα φρύγανα να τρέχουν αλαφιασμένες.

  • Έμπα μέσα μη στέκεις, θα φάμε καμιά αδέσποτη, του είπε μειλίχια ενώ το χέρι της έπιασε το δικό του και τον τράβηξε προς τα μέσα.
  • Μπα σε καλό μας γλίτωσα από τη Σμύρνη θα τη πάθω στη Καβάλα, είπε ο Φάνης ο Γρόντης καθώς αφέθηκε στο σούρσιμο της νεαρής ενώ το μάτι του έπεσε στη λευκή νεανική σάρκα που ξεπρόβαλε από το μπούστο της.
  • Πολέμησες στη Σμύρνη; Αναφώνησε η Μαριώ με ενθουσιασμό.
  • Μη τα ρωτάς παρασημοφορημένος γύρισα.

Η αναστάτωση στη πόλη δε κράτησε παρά κάποιες ώρες. Το «κράτος των Αθηνών» έστειλε φιρμάνι στα αντιτορπιλικά να αποχωρήσουν πάραυτα για να αποφύγουν το πυρ των πυροβόλων ξηράς, που με τη σειρά τους σίγησαν προς τέρψιν των γέρικων προβατίνων.

Η αναστάτωση που προκάλεσε όμως ο Φάνης ο Γρόντης  στη Μαριώ  ήταν ανυπέρβλητη, κάτι η έξαψη του φόβου που προκαλούσαν οι κανονιοβολισμοί,  κάτι τα φανταστικά Σμυρνέικα παράσημα που στροβιλίζονταν στο μυαλό της, το  πήρε απόφαση.

  • Παρθένα δεν πεθαίνω, ξεστόμισε με ξαναμμένα μάγουλα.

Τον τράβηξε μέσα στο στάβλο και ξάπλωσε κατάχαμα, λύνει το ζωνάρι ο Φάνης ο Γρόντης και φωλιάζει στα σκέλια της, σκούζει με πάθος η Μαριώ κοιτώντας ανάποδα τις δυο γελάδες  που μηρύκαζαν ατάραχες.

Το κακό είχε γίνει και η έξαψη έφυγε μαζί με τα αντιτορπιλικά και ο Φάνης ο Γρόντης της είπε ορθά κοφτά πως δεν δύναται να την παντρευτεί καθώς ήδη νυμφευμένος.

Κρώζει η Μαριώ  και τρέχει κλαίουσα στους καπνεργάτες αδερφούς της, είπε πως τάχα την ξελόγιασε ο γαλατάς, της έταξε γάμο και τούτη άβγαλτη η κακομοίρα ενέδωσε. Αφού πρώτα έφαγε αυτή ένα χέρι ξύλο, οι παλικαράδες καπνεργάτες έστησαν καρτέρι στον Φάνη τον Γρόντη τον μεροκαματιάρη γαλατά από την Καστοριά.

Τέσσερις αυτοί, ένας αυτός, άρχισαν τα σπρωξίματα και οι φωνές, δεν ήταν τίποτα ζουμπάς ο Γρόντης και το ’λεγε η καρδούλα του, αρπάζει έναν από το λαιμό και τον βάνει  χάμω, βαρούσαν οι άλλοι από πάνω βαρούσε αυτός τον από κάτω. Έφαγε κάνα 2 γερές σβερκιές και από το πόνο λύσσαξε, αρπάζει λοιπόν  με τα δόντια το αυτί του πεσμένου και δε τ’ αμολάει μέχρι να το κόψει, βογκάει ο φουκαράς και φωνάζει,

  • μηηηη τ’αφτί βρε πούστη!!!

Με το στόμα γεμάτο αίματα και τα δόντια σφιγμένα φωνάζει και αυτός.

  • Όσο βαράν οι από πάνω τόσο θα δαγκάνω και γω.

Πέρασαν κάμποσα λεπτά σε αυτήν την παράξενη στάση, κουράστηκαν να βαράν οι από πάνω και σταμάτησαν, σηκώθηκε ο Γρόντης με το μισό αφτί στα δόντια και  όπου φύγει, φύγει. Δεν ξανάδε ποτέ στη ζωή του μήτε τα τσίγκινα του γαλατά, μήτε τη Καβάλα.

Η Μαριώ για τις επόμενες εβδομάδες το μόνο της αποκούμπι ήταν ο πατέρας, την έβλεπε με τα μάτια πρησμένα και κόκκινα από το κλάμα και του καψερού του  ράγιζε η καρδιά. Στα κρυφά, χωρίς να βλέπουν μήτε οι γιοί του μήτε η γυναίκα του, την έπαιρνε αγκαλιά χαϊδεύοντας της τα μαλλιά χωρίς να βγάζει λέξη. Η μάνα της αφού της τα είχε σούρει σε συγχορδία με τα αδέρφια της, της μιλούσε μόνο για να της αναθέτει δουλειές του σπιτιού σε τόνο αυστηρό.

Το μεγάλο κακό όμως δεν είχε έρθει ακόμα, οι επιπτώσεις εκείνου του ξαναμμένου πρωινού στην αγκαλιά του Φάνη του Γρόντη θα ερχόντουσαν 2 μήνες μετά.

Μάζεψε όλο της το κουράγιο και μπήκε στο μαγειρειό.

  • Μάνα, μάνα νομίζω έχω καθυστέρηση κοντά 2 μήνες, είπε κοιτώντας το πάτωμα.
  • Στα αδέρφια σου να πας, να σου βρουν γαμπρό μέχρι το τέλος του μήνα, ούτε μέρα παραπάνω. Είπε κοφτά χωρίς ίχνος έκπληξης, ενώ το βλέμμα της δεν ξέφυγε ούτε στιγμή να την κοιτάξει, παρά συνέχισε να σκαλίζει τα τσάκανα της φωτιάς στο φούρνο. Το ήξερε ήδη η μάνα, οι μάνες πάντα ξέρουν.

Ο Γρηγόρης Εσκιόγλου ήταν χήρος, ετών 58, καπνέμπορας με έδρα τη Θεσσαλονίκη και καταγωγή από την Καβάλα.  Είχε πάθος με το χρήμα, τον ερέθιζε, τα μάτια του έλαμπαν κάθε που μίλαγε για δουλείες και επενδύσεις, είχε κάνει αξιοσέβαστη περιουσία και ήθελε να φτιάξει ξανά την ζωή του.

Το συνοικέσιο με τη Μαριώ έγινε χωρίς πολλές χρονοτριβές, η συνάντηση κράτησε μισή ώρα σε έναν καφενέ κοντά στο λιμάνι, τα αδέρφια της, φέρθηκαν ντόπρα, δεν έκρυψαν τη καινούργια ψυχή στα σπλάχνα της, εκείνος το δέχτηκε και όλα πήραν το δρόμο τους.

  • Την θέλω όπως είναι, μόνο με το βρακί της. Είπε ο Εσκιόγλου καθώς σηκώθηκε από το τραπέζι προτάσσοντας το  χέρι του στους αδερφούς της Μαριώς.

Δυο εβδομάδες αργότερα η Μαριώ μόνο με το βρακί της και ένα παιδί στα σπλάχνα, αποχαιρετούσε την Καβάλα και τράβαγε για Θεσσαλονίκη.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here