– « Όλα περνούν έξω από την ψυχή» , είπε η γιαγιά μ΄ένα ρυτιδιασμένο χαμόγελο, θαρρείς κι είχε κατακτήσει όλη τη γνώση του κόσμου, καθώς το αποτύπωμά της στη γη μετρούσε ήδη 78 χρόνια.

Η Κλειώ κοίταξε τη γιαγιά της μ΄ένα αινιγματικό βλέμμα.

– «Τι θέλεις να πεις γιαγιά;»

– «Θέλω να πω ότι οι σημερινοί άνθρωποι μένουν αμέτοχοι στην καρδιά. Όλα τα μετρούν με τη λογική. Που και που δανείζουν λίγη αγάπη αλλά περιμένουν να την εισπράξουν πίσω βάζοντας υψηλό επιτόκιο. Οι άλλοι αδυνατούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις τους κι έτσι επέρχεται η ρήξη ανάμεσα στο νου και την καρδιά. Το δάνειο είναι μη βιώσιμο κι έτσι ακολουθούν πλειστηριασμοί με πρωτοφανή έκπτωση στην αγάπη».

Η γιαγιά Μυρσίνη αν και μεγαλωμένη σ΄ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου, θεωρούνταν μορφωμένη για την εποχή της και η γνώμη της μετρούσε στο χωριό. Οι συγχωριανοί της ζύγιζαν το λόγο της και η άποψή της είχε ιδιαίτερη βαρύτητα στη ζωή της τοπικής κοινωνίας.

Η Κλειώ είχε περάσει πολλά καλοκαίρια στο αγαπημένο της χωριό και γνώριζε απ΄έξω κάθε μονοπάτι και κάθε κρυφή γωνιά του παιδικού της παραδείσου. Η μνήμη συχνά ταξίδευε πίσω στα παιδικά της χρόνια ανασύροντας ευχάριστες περιπέτειες αλλά κυρίως τις συναρπαστικές συζητήσεις που έκανε με την αγαπημένη της γιαγιά.

Σήμερα όμως ήταν μια ξεχωριστή μέρα. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Κάτω από ιδανικές συνθήκες θα περνούσε αυτά τα Χριστούγεννα με την παρέα της σε κάποιο χειμερινό θέρετρο, δίπλα στο τζάκι και με τις χιονονιφάδες να χορεύουν  έξω τρελλό χορό. Μια εσωτερική παρόρμηση την έσπρωχνε όλο και πιο μακριά από τα αρχικά της σχέδια. Τον τελευταίο καιρό ένιωθε σα χαμένη. Ενώ φαινομενικά τα είχε όλα – απόφοιτος μοριακής βιολογίας με μεταπτυχιακές σπουδές στη Γενεύη –  είχε κάνει εκατοντάδες περάματα σε διάφορα εργαστήρια , αλλά δεν είχε πειραματιστεί αρκετά με την ανθρώπινη ψυχή. Πάντα θεωρούσε δεδομένη τη φιλία, την αγάπη, την αλήθεια και την κατανόηση μέσα στα σύνορα του ιδανικού της κόσμου. Όμως αυτός ο μικρόκοσμος κατέρρεε λίγο – λίγο, μέχρι που σχεδόν γκρεμίστηκε αφήνοντας πίσω πληγές και πολλά ερωτηματικά για το τι τελικά είναι η ζωή. Πώς τη μετράς; Πώς τη ζεις; Την αρπάζεις απ΄ τα μαλλιά κι όπου βγάλει ή λουφάζεις σαν το πληγωμένο αγρίμι και την αφήνεις να σε πάει όπου αυτή θέλει;

Κάτι τέτοιες στιγμές που διασταυρώνεται η απόγνωση με τη θλίψη, ξέρει που πρέπει να πάει. Χωρίς δεύτερη σκέψη ετοίμασε λίγα πράγματα και έτρεξε στον παιδικό της παράδεισο. Εκεί ένιωθε σιγουριά. Εκεί ένιωθε καλοδεχούμενη. Εκεί ίσως να έβρισκε κάποιες απαντήσεις  για να πιάσει τη ζωή της ξανά απ΄την αρχή.

Η γιαγιά της ξαφνιάστηκε όταν την αντίκρυσε στο κατώφλι , αλλά έκρυψε δεξιοτεχνικά την έκπληξή της  χαρίζοντάς της μια αγκαλιά απ΄αυτές τις άνευ όρων, που δεν μετριούνται με το χρόνο. Αν και ζούσε μόνη της, αυτή την ξεχωριστή βραδιά δεν είχε παραλείψει να ζυμώσει το παραδοσιακό Χριστόψωμο, που τώρα βρισκόταν σκεπασμένο στη μέση του τραπεζιού. Την παραμονή των Χριστουγέννων όλη η οικογένεια μαζευόταν γύρω από το τραπέζι και ο παππούς σήκωνε στα χέρια του το Χριστόψωμο. Όλα τα μέλη της οικογένειας άπλωναν το χέρι για να το αγγίξουν ευχόμενοι τα χρόνια πολλά. Όλοι μέτοχοι μιας ιδιαίτερης οικογενειακής μυσταγωγίας που δημιουργούσε άρρηκτους δεσμούς αγάπης και αφοσίωσης. Αφοσίωσης όχι μόνο μεταξύ τους αλλά και προς τον Χριστό για τον οποίο στην ουσία προοριζόταν το Χριστόψωμο.

– «Χάσαμε το Χριστό» είπε η γιαγιά ύστερα από μια μακριά σιωπή.

Η Κλειώ άνοιξε το συρτάρι της μνήμης και ξανάζησε μεμιάς όλα τα παιδικά της Χριστούγεννα στο χωριό. Τα μάτια της έλαμψαν στο σκοτάδι. Η ψυχή της γαλήνεψε.

– «Χάσαμε και τα Χριστούγεννα κόρη μου» συνέχισε η γιαγιά με σταθερή φωνή. «Χριστούγεννα θα πει ελπίδα, θα πει συμπόνια στη δοκιμασία, θα πει ειλικρινή συγχαρητήρια στην επιτυχία. Σεις οι άνθρωποι της πόλης τα τσουβαλιάσατε όλα σε πλαστικές σακούλες. Μα οι πλαστικές σακούλες δεν είναι αντοχής και τρυπάνε. Έτσι τρυπάει κάθε τι όμορφο κι ωραίο. Περιφέρεται τα Χριστούγεννα από ΄δω κι εκεί σε σαλέ και κέντρα διασκέδασης. Χάσαμε το μέσα μας κομμάτι Κλειώ. Όσα λαμπάκια κι αν ανάψουμε στους δρόμους και στις πλατείες , δε λιγοστεύει η μοναξιά του ανθρώπου». Η Κλειώ δε χόρταινε να την ακούει.

– «Έλα κόρη μου να κόψουμε το Χριστόψωμο, πέρασε η ώρα».

Οι δυό τους κάθισαν στο τραπέζι, άπλωσαν το  χέρι στο Χριστόψωμο και ξανάγιναν κοινωνοί εκείνης της παλιάς συνήθειας που ήθελε την οικογένεια ενωμένη ενώπιον Θεού κι ανθρώπων.

Ήταν το πιο γλυκό ψωμί που είχε φάει ποτέ η Κλειώ.

Η βραδιά έκρυβε ενός είδους λύτρωση για γιαγιά και εγγονή. Η γριά Μυρσίνη απαλλάχτηκε από τη βαρετή Χριστουγεννιάτικη μοναξιά της και η εκκολαπτόμενη Κλειώ λυτρώθηκε απ΄ ότι πλαστικό κουβαλούσε μέσα της. Μόνο μια φράση της γιαγιάς της κράτησε σαν αίνιγμα από ΄κεινη τη βραδιά και θα φρόντιζε να βρει τη λύση του αργότερα.

« Όλα περνούν έξω από την ψυχή».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here