«…εκείνο τον καιρό είχαν μια εμποροπανήγυρη εκεί. Στο δρόμο είχε τόσο κόσμο, που ζαλιζόταν το μάτι σου, μα καθώς ήταν πολύ νωρίς ακόμα, όλοι τους λαγοκοιμόντουσαν αραδιασμένοι κατάχαμα. Δίπλα σε μια αγελάδα ήταν ξαπλωμένος ένας χαροκόπος µε μύτη κόκκινη σαν τον πετρίτη, πιο πέρα ροχάλιζε καθιστή μια εμπόρισσα µε τις τσακμακόπετρες, το λουλάκι, τα σκάγια και τα κουλούρια της. Κάτω από ένα κάρο είχε ξαπλώσει ένας τσιγγάνος, πάνω σ’ έναν αραμπά µε ψάρια ένας τσουμάκος. Κατάμεσα στο δρόμο, µ’ ανοιχτά τα πόδια του, ήταν πεσμένος ανάσκελα ένας μουσάτος Μοσχοβίτης µε ζωνάρια και γάντια… κι άλλα πολλά μαζέματα, όπως συνηθίζεται στα πανηγύρια».

Νικολάι Γκόγκολ (1809-1852), «O μαγικός κύκλος», εκδ. Καστανιώτη

Γραμμένο δυο αιώνες πριν. Κι αν γίνανε οι αγελάδες, βαμβακερά ασπρόρουχα, πάντα τα πανηγύρια θα είναι αυτό. Κόσμος να ζαλίζεται το μάτι σου, κουρασμένοι πραματευτάδες, παιδιά, ζευγάρια, ψαχτήρι για το φθηνό, σουλάτσο με παγωτό στο χέρι. Άνθρωποι χιλιάδες, αλλιώτικοι, ξεχωριστοί. Εργάτες κι επισκέπτες. Πανηγύρι ήταν και τέλειωσε…

Φωτογραφίες: Μάρκος Πετρόπουλος

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here