Τι επίμονη που είναι η βροχή σήμερα, το λούκι δίπλα από το παράθυρο δεν έχει σταματήσει να αποζητά την προσοχή μου, όλη μέρα. Πόσες εβδομάδες έχω να βγω από το σπίτι άραγε; Ψέμματα, βγήκα προχθές για τα εννιάμερα. Τι απαίσια, σχεδόν απάνθρωπα, που μοιάζουν όλα τα μνημόσυνα. Στις τρεις, στις εννιά, στις σαράντα, στο χρόνο, νισάφι πια, γκώσαμε από κόλλυβα.

Του Διαμαντή Παπαθανασίου

Το χειρότερο από όλα όμως ήταν σαν τον φέρανε στο σπίτι. Δεν είχε σημάδια από το χτύπημα, ποιοι αναλαμβάνουν να τον καθαρίσουν; τα ρούχα αυτά εγώ τα διάλεξα; Η μάνα μου φταίει, τι εννοείς να τον πάμε κατευθείαν στην εκκλησία; μου είπε χωρίς να περιμένει πραγματικά απάντηση. Θα τον κλάψουμε και θα τον ξεπροβοδίσουμε όπως πρέπει, συνέχισε. Δεν είχα κουράγιο να μαλώσω, αδειανό κουφάρι γυρνούσα μες το σπίτι πιάνοντας χέρια, φιλώντας μάγουλα μηχανικά  και δεχόμουν αγκαλιές, πολλές από δαύτες με συνοδεία ενός χτυπήματος στη πλάτη.

Κεριά καίγανε όλη νύχτα και όλο το σπίτι μύριζε λιβάνι, το μισώ το λιβάνι, γιατί στο κόρακα πρέπει να μυρίζει λιβάνι το σπίτι μου; αναρωτιόμουνα την στιγμή που η Θεία Φλωρίκα με άρπαζε για να με φιλήσει. Ένοιωσα την υγρασία των δακρύων της στα μάγουλα μου και στιγμιαία αγαλλίαση με κατέβαλε, ύστερα πάλι κενό.

Θυμάμαι δεν μπορούσα να κάτσω στην καρέκλα πλάι του, όπως άρμοζε στη περίπτωση, έφερνα βόλτες τα δωμάτια ξανά και ξανά. Άμα τη εμφανίσει μου, άλλαζε η αύρα του κάθε δωματίου, άλλοι σώπαιναν, άλλοι κλαίγανε πιο γοερά και όσοι δεν είχαν προλάβει να με ασπαστούν, σηκώνονταν νωχελικά μουρμουρίζοντας τα κοινός ακατάληπτα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά όποτε απαντούσα έκανα τους υπόλοιπους να σωπάσουν και να με κοιτάξουν για μερικά δεύτερα.

Τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον θα’ταν ο τόνος της φωνής μου, ήταν κανονικός, χαλώντας την νεκρική τελετουργία. Γιατί πρέπει να ψιθυρίζουμε σε τέτοιες καταστάσεις δεν έχω καταλάβει ακόμα.

Δεν θυμάμαι κανένα πρόσωπο, μήτε από την βραδιά στο σπίτι μήτε και από την κηδεία, μονάχα χέρια και ρούχα. Χέρια τραχιά, χέρια βρώμικα, νύχια βαμμένα, νύχια φαγωμένα. Ρούχα σε όλες τις αποχρώσεις του μαύρου και του γκρι, πουκάμισα, πουλόβερ, σακάκια διπλωμένα στα χέρια, μακό, 5 με 6 φουλάρια.

Την ώρα της κηδείας θυμάμαι καθαρά πως σκεφτόμουν ποιος ασχολήθηκε με το σκυλί, το έθαψε κανείς εκείνο; Θυμάμαι επίσης πως τη σκέψη μου τη διέκοψε ο αδερφός του άντρα μου, καθώς δεν άντεξε είπαν και άρχισε να ρίχνει κατάρες στο δολοφόνο όπως τον φώναζε.

Με τράβηξαν από τα μπράτσα 2 φορές όταν πηγαίναμε στο νεκροταφείο καθώς ξαστόχησα και ακολούθησα λάθος νεκροπομπή. Όταν φτάσαμε πάνω από την άδεια τρύπα έμεινα να κοιτώ τρία  φτυαράκια μινιατούρες που ήταν μπηγμένα στο βουναλάκι από χώμα, πάσχιζα να καταλάβω την χρησιμότητα τους, αλλά μάταια. Ένας νεαρός φορούσε ένα μαύρο κουστούμι που έδειχνε ξένο πάνω του, κρατούσε μια τριχιά γύρω από το φέρετρο, πριν προλάβουν να το κατεβάσουν γλίστρησε και ξαπλώθηκε φαρδύς πλατύς μες τον αδειανό τάφο. Ανταλλαγή σκέφτηκα, θα κάνουμε ανταλλαγή, όλοι γύρισαν και με κοίταξαν και τώρα μάλλον συνειδητοποιώ ότι δεν το σκέφτηκα παρά το βροντοφώναξα. Δεν θυμάμαι αν ένοιωσα ντροπή, βασικά δεν θυμάμαι να νοιώθω τίποτα τις τελευταίες μέρες.

Η μάνα μου έλυσε το μυστήριο των τριών μικροσκοπικών φτυαριών, αντέγραψα και εγώ μηχανικά την κίνηση της. Ο ανατριχιαστικός γδούπος που βγάζει το αντάμωμα του χώματος με το ξύλο του φέρετρου, θα με στοιχειώνει για πολύ καιρό.

Οι σκέψεις που με βασανίζουν ίσα με 10 μέρες τώρα μετά το χαμό του άντρα μου, γεννήθηκαν στον ελληνικό καφέ μαζί με κασέρι, ψωμί και ελιά, αμέσως μετά τη κηδεία. Προσπαθούσα να φέρω στο μυαλό μου ποιες ήταν οι τελευταίες λέξεις που ανταλλάξαμε πριν κλείσει την πόρτα πίσω του, που καθόμουν; τι φορούσα; ήμουν μήπως θυμωμένη μαζί του για κάτι; Άραγε μήπως μου είχε πει να βγάλω εγώ τον σκύλο βόλτα, γιατί τον πονούσε το καλάμι του;

Τι τρομερό συναίσθημα να μην θυμάσαι τις τελευταίες κουβέντες που αντάλλαξες με τον άνθρωπο της ζωής σου. Θυμάμαι σίγουρα πως γύρισε πίσω μετά από ένα λεπτό και πήρε το μπουφάν του, ίσως να ψιθύρισε πως έβγαλε ψύχρα ή κάτι τέτοιο, που να με πάρει ο διάολος δεν άκουσα, δεν έδωσα σημασία. Αν δεν είχε βγάλει ψύχρα εκείνο το βράδυ θα ήταν σε άλλο σημείο του δρόμου, πιο μπροστά και το αυτοκίνητο δεν θα περνούσε από πάνω του, μάλλον.

Είπαν ότι τον παράτησε εκεί, μεθυσμένος ήταν και πήγε να κρυφτεί, είπαν, ας τον κάνουν ότι θέλουν, χάρισμα τους.

Το μεσημέρι ήμουν σίγουρα θυμωμένη μαζί του, είχε ξεχάσει την αντιβίωση του μικρού έξω από το ψυγείο, αλλά αργότερα μου πέρασε, σίγουρα μου πέρασε. Θυμάμαι να γελάμε όλοι μαζί νωρίς το απόγευμα για ένα αστείο που είπε ο μεγάλος, νομίζω μου χάιδεψε τα μαλλιά και με φίλησε. Όχι, όχι, που να με πάρει, αυτό έγινε την Κυριακή. Η σκέψη πως μπορεί να ήμουν θυμωμένη μαζί του την τελευταία φορά που τον είδα με πνίγει.

Ήταν τόσο ξαφνικό λένε, σάμπως μπορεί και να είναι αλλιώς; μπορεί να σε βρει προετοιμασμένο ποτέ;

Μου είπε το μέρος που θα πηγαίναμε διακοπές, αυτές ήταν οι τελευταίες του λέξεις, βρήκα ένα τέλειο μέρος στην…. κενό, πρέπει πάση θυσία να θυμηθώ πιο μέρος μου ανέφερε, πρέπει να το θυμηθώ για να πάω τα παιδιά εκεί διακοπές το καλοκαίρι, πρέπει να το θυμηθώ στα σίγουρα αλλιώς θα τρελαθώ.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here