Το Σάββατο 1 Δεκεμβρίου στις 7 το απόγευμα θα πραγματοποιηθεί η παρουσίαση του βιβλίου της Ουρανίας Μπάγγου «Το κοτσύφι- το κοτσυφάκι», στο Δημαρχείο Καστοριάς. Συμμετέχουν οι παιδαγωγοί Αγνή Τζημάκα, Dr Τζηκαλάγια Δώρα, η ιστορική ερευνήτρια Πόλυ Μπλιάγκα και η συγγραφέας Χρυσούλα Πατρώνου.
Το βιβλίο περιλαμβάνει μια σειρά ιστοριών που κατοικούν στον μαγικό τόπο όπου παίζουν μαζί δυο αχώριστες φίλες, η πραγματικότητα με την φαντασία. Διαδραματίζονται περισσότερο ανάμεσα σε ένα παιδάκι και την γιαγιά του. Απευθύνονται σε μικρούς , αλλά και σε μεγαλύτερους, αφού όλοι υπήρξαμε παιδιά,  γονείς, συγγενείς και  ιδιαίτερα παπουδο-γιαγιάδες.
No automatic alt text available.

    Ένας  μικρός  Ουρανός  πάνω από τα κεφάλια μας

Το καθιστικό της γιαγιάς μου στα μάτια μου φαίνεται αρκετά μεγάλο. Μπορώ να τρέχω από την μία άκρη του μέχρι την άλλη. Στην  βορεινή του πλευρά  έχει ένα τραπέζι με τέσσερα πόδια. Στριφογυρίζω γύρω από αυτά όταν έχω όρεξη για στριφογύρισμα.

Σήμερα κάναμε κάτι διαφορετικό. Κάτω από το τραπέζι στρώσαμε ένα κιλίμι και βάλαμε  ένα μαλακό μαξιλάρι στην μία  πλευρά.  Έτσι δημιουργήσαμε ένα κρεβατάκι, μια ωραία φωλίτσα. Σαν το γιατάκι του λαγού, μόνο που εκείνο είναι στρωμένο με μαλακά χορταράκια.

Εκεί ξάπλωσα πολύ ικανοποιημένη, λοιπόν,  και ζήτησα και μια κουβερτούλα από τη γιαγιά. Όχι και πολύ ευγενικά, γιατί την ήθελα εκείνη ακριβώς την στιγμή.

Γι αυτό φώναξα πολύ δυνατά: γιαγιά μου, θέλω μία κουβερτούλα!

Χουχουλιάστηκα  μέσα στην κουβέρτα. Ένιωσα μια γλυκιά ζεστασιά. Εκείνη  την είπε θαλπωρή και μου άρεσε αυτή η λέξη. Μου αρέσουν πολύ οι καινούργιες λέξεις και καμαρώνω όταν τις λέω, γιατί καταλαβαίνω ότι οι μεγαλύτεροι άνθρωποι με θαυμάζουν γι’ αυτές μου τις επιτυχίες.

Το εφευρετικό μου μυαλό σκέφτηκε  και κάτι άλλο. Πήρα τρία κουκλάκια, που τα βάζω στο  κόκκινο λεωφορείο μου και πηγαίνουμε ταξιδάκια, για να ξαπλώσουν  κοντά  μου και να λέμε ιστορίες.

Κι εκείνα  απαίτησαν  να ξαπλώσει και η γιαγιά μαζί μας. Προσπάθησε  να το κάνει αλλά με λίγη δυσκολία, γιατί είναι κάπως μεγάλη και στριμώχτηκε λιγάκι. Για να τη βοηθήσω την είπα ότι την αγαπώ ως το πολύ και  έτσι τα κατάφερε.

Ένα από τα κουκλάκια μου, το πιο παχουλό, άρχισε να ροχαλίζει. Το ίδιο κι η γιαγιά. Τους έδωσα και τους δυο από ένα χαστουκάκι και ξύπνησαν αμέσως.  Διερευνούσαμε  όλοι μαζί την κάτω επιφάνεια του τραπεζιού. Κάτι της έλειπε.

Πήραμε, λοιπόν, τις νερομπογιές μας και ζωγραφίσαμε τρία  χρυσαφένια αστέρια  κι ένα ολόγιομο φεγγάρι.  Και άκρη-άκρη το μισό πρόσωπο και το ένα μάτι  του Ήλιου που βιάζονταν να ανατείλει.

Ο Ήλιος με το Φεγγάρι παίζουν κρυφτό, όταν βγαίνει ο ένας κρύβεται ο άλλος.

Το αποτέλεσμα ήταν υπέροχο:  η γιαγιά μου, τα κουκλάκια μου κι εγώ είχαμε έναν μικρό Ουρανό πάνω από τα κεφάλια μας.

Έναν  κατα-δικό μας λαμπερό  Ουρανό!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here