Τέλη Γενάρη. Στο ”φούντωμα” του χειμώνα. Πίσω στο πατρικό μου που αγναντεύει από ψηλά τα βυζαντινά τείχη της καστροπολιτείας μας. Δεύτερη πόλη του Βυζαντίου, σημερινή συμπρωτεύουσα… η Θεσσαλονίκη.

Σάββατο πρωί. Περιμένω καρτερικά στη στάση το λεωφορείο της γραμμής για να
κατέβω στο κέντρο της πόλης. Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα δρομολόγια. Περνούν
ανάλογα με την κίνηση και τη ”διάθεση”.
Καταφθάνει ασθμαίνοντας ο αραμπάς της γραμμής…Έχει να ανανεωθεί ο στόλος
τριάντα χρόνια τώρα… Τα ίδια λεωφορεία κουβάλησαν τις νεανικές μας ανησυχίες,
τα ίδια μεταφέρουν τώρα τα άγχη της ωριμότητάς μας.
Ανεβαίνω. Χτυπάω το εισιτήριο στο ηλεκτρονικό μηχάνημα. Να και κάτι που
άλλαξε στα τριάντα αυτά χρόνια. Λείπει πια ο εισπράκτορας και η δυνατή του φωνή.
Εποχές τεχνολογικής εξέλιξης αυτοματοποιούν τη διαδικασία και βυθίζουν
ανθρώπινες επαφές και θέσεις εργασίας.
Ψάχνω θέση να καθίσω. Είναι η τυχερή μου μέρα. Στο πίσω μέρος του οχήματος
κοντά στη ”γαλαρία” ανακαλύπτω μια θέση. Σπεύδω ταχέως. Βολεύομαι δίπλα στο
παράθυρο.
Τέσσερις θέσεις, τέσσερις ζωές, οι δυο αντωπά, αντικριστά στις άλλες δυο.
Συγκροτούν ένα θίασο που αναδύει ένα ανθρώπινο δράμα το οποίο εκτυλίσσεται
στα επόμενα ελάχιστα αλλά έντονα λεπτά της διαδρομής.
Βολεύομαι στη θέση μου. Απέναντί μου ένα κοριτσάκι με καστανόξανθα μαλλιά
και μάτια γαλανά που σε ταξιδεύουν. Άγγελος επί γης. Είναι δεν είναι έντεκα
χρονών. Όλη η ζωή μπροστά της. Δίπλα της κάθεται μια γυναίκα στην ηλικία της
ωριμότητας. Μιλούν στοργικά, τρυφερά. Μάνα και κόρη πιθανόν.
Δίπλα μου μια άλλη γυναίκα. Μεσόκοπη. Συνηθισμένη μορφή. Αρχικά δεν την
προσέχω. Είναι και το κινητό που χτυπά σαν δαιμονισμένο. Πρέπει να απαντήσω.
Ο ιδιωτικός χρόνος αποτελεί πλέον πολυτέλεια. Είναι και το κινητό της διπλανής
κυρίας που κουδουνίζει ρυθμικά επίσης. Δύο άνθρωποι σε διπλανές θέσεις. Συνο-
μιλούν. Όχι μεταξύ τους αλλά με ανθρώπους μακριά τους. Η τεχνολογία ενώνει
και συνάμα απομακρύνει τις ζωές μας.
Εξακολουθώ να μιλώ στο κινητό. Με την άκρη του ματιού μου πιάνω ασυναίσθητα
μια αδιόρατη σχεδόν κίνηση. Είναι το χέρι της μικρούλας απέναντί μου που ”περνά”
δειλά μπροστά μου. Αφήνει στη διπλανή θέση ένα κέρμα λίγων λεπτών. Σαστίζω,
παρατάω το κινητό. Η γυναίκα μου δίπλα ξεσπά σε λυγμούς. Την προσέχω για
πρώτη φορά. Ισχνή με φτωχικά ενδύματα. Το ξερακιανό της πρόσωπο αυλακώνουν
δάκρυα. Η χειρονομία της μικρής ”σπάζει” την κρούστα της περηφάνειας της, της
αξιοπρέπειάς μας.
Το κοριτσάκι άθελά της είχε ακούσει τη συνομιλία της στο κινητό. Εξηγούσε στο
παιδί της ότι δεν είχε χρήματα για το σημερινό φαγητό. Θα κατέβαινε στο κέντρο
προς αναζήτηση…του επιούσιου. Κλαίγοντας μας περιγράφει την κατάστασή της.
Ένας χρόνος χωρίς δουλειά. Ένας χρόνος που γκρέμισε την αξιοπρέπειά της. Έχει
οικογένεια. Έχει παιδιά. Αναζητά εργασία. Εις μάτην όμως. Σκηνές καθημερινές
στην Ελλάδα του 2017. Ο δυτικός πολιτισμός που θεοποίησε το χρήμα αφήνει πίσω

τα απόνερά του… Στα απόνερα αυτά πνίγονται οι ελπίδες και τα όνειρα των απλών
ανθρώπων.
Προσπαθούμε να την ηρεμήσουμε, να την καθησυχάσουμε. Μάταια. Τα δάκρυα
εξακολουθούν να τρέχουν. Τρέμει σύγκορμη.
Ξαφνικά από τα μεγάφωνα του λεωφορείου η απρόσωπα γλυκιά φωνή της
εκφωνήτριας: Επόμενη στάση Καμάρα…Σαν από μηχανής θεός λύνει τον γόρδιο
δεσμό της δύσκολης στιγμής… Σηκωνόμαστε όλοι. Η μάνα με το κοριτσάκι.
Η διπλανή μου κυρία σκουπίζοντας τα δάκρυά της.
Εδώ χωρίζουν οι δρόμοι μας. Το αγγελικό χέρι της μικρής μας άγγιξε όλους.
Για λίγα λεπτά γίναμε θιασώτες του ανθρώπινου δράματος που ξετυλίγεται καθημερινά
κοντά μας. Είναι εποχές δύσκολες , σκοτεινές αλλά αχτίδες φωτός υπάρχουν.
Μικροί άγγελοι ”φωτίζουν”. Δείχνουν το δρόμο στο λεωφορείο της ζωής μας.

Με τιμή
Αλέξανδρος Μακρίδης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here