Η Ευρώπη σε σήψη, ζέχνει από τα πτώματα και το αίμα που άφησε πίσω το χτικιό του πολέμου. Σε καιρούς με δυσδιάκριτους εχθρούς και φίλους, η Ελλάδα του εθνικού διχασμού στρογγυλοκάθεται στο άρμα των νικητών και περιχαρής διεκδικεί λησμονημένες πατρίδες.

Του Διαμαντή Παπαθανασίου

Στις υπέρλαμπρες αίθουσες ξενοδοχείων έχει αρχίσει το αλισβερίσι, σύνορα διευρύνονται ή μικραίνουν, αλλάζουν χέρια σύμφωνα με τις ορέξεις των δυνατών, σάμπως πάνω στα χώματα δεν έχει ψυχές παρά δοκάρια ακίνητα.

Η εκστρατεία για την στρατιωτική κατάληψη της Σμύρνης υπό το θολό βλέμμα των μεγάλων δυνάμεων φάνταζε ηρωική, ξυπνώντας μνήμες για τη μεγάλη Ελλάδα, μα για τον φαντάρο έμοιαζε με ταξίδι στο θάνατο.

Για τον Φάνη τον Γρόντη ο πόλεμος ήταν θεριό ανήμερο, τον φοβόταν, άλλωστε ποιος δεν σκιάζεται από δαύτον;  Ο χρόνος όμως θα ήταν σύμμαχος του για να αποφύγει να αντιμετωπίσει το θεριό. Την ώρα τούτη λοιπόν, 48 ώρες πριν το μεγάλο φευγιό τον βρήκε με το πόδι μπαταρισμένο από πέσιμο σκάλας εν ώρα αγίας αγγαρείας, όρθιο μεν, αλλά ακατάλληλο για ιμπεριαλιστικές ασκήσεις.

Στεκόταν όρθιος στη πόρτα της κουζίνας, της το είπε ενόσω αυτή τον είχε πλάτη, πλένοντας τα πιάτα του μεσημεριανού φαγητού.

Καλύτερα πλάτη, σκέφτηκε, δεν θέλω να δω το σπάσιμο του προσώπου της στο άκουσμα της είδησης.

– Φεύγουμε για Μικρά Ασία σε 2 μέρες. Η Σμύρνη θα γίνει δική μας, πρόσθεσε μάλλον άκεφα.

Σιγή, μόνο η βρύση και το σφουγγάρι απάντησε.

– Όλα καλά θα πάνε, να δεις που θα γυρίσω δίχως να το καταλάβεις.

Σιγή απόλυτη, το σφουγγάρι σταμάτησε και η βρύση σίγησε.

Την άφησε και γύρισε στο σαλόνι, το βλέμμα του έπεσε στο κάδρο με το μετάλλιο ανδρείας. Απονέμεται εις τον αξιωματικό του Ελληνικού στρατού Καραμιχάλη Επαμεινώνδα του Περικλέους το χρυσό αριστείο ανδρείας για την όχι μόνο εκτέλεση του καλώς εννοούμενου καθήκοντος, αλλά για τις ηρωικές αυτού πράξεις στο πεδίο της μάχης κατά την κατάληψη του υψώματος  Σκρά Ντι Λέγκεν στις 30 Μαΐου 1918. Αναστέναξε και κάθισε στη πολυθρόνα.

Πέρασαν 10 λεπτά σιγής με εκείνον καθισμένο στη πολυθρόνα να κοιτά από τη μισανοιγμένη  μπαλκονόπορτα έξω τον κήπο που πια είχε ανθήσει. Εκείνη καθισμένη στο τραπέζι της κουζίνας να χαζεύει την άδεια φρουτιέρα με βλέμμα ανέκφραστο.

Τελείωσαν τα φρούτα, μονολόγησε ενώ σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι.

– Θέλω έναν φαντάρο για να με βοηθά στο σπίτι να μου στείλεις έναν, θα μείνει πίσω στο σπιτάκι του κήπου.

Σιωπή απλώθηκε στο σπίτι μέχρι αργά το βράδυ, την έσπασε ο διοικητής Καραμιχάλης ξαπλώνοντας δίπλα στη γυναικά του στο κρεβάτι.

– Καλά, θα τον έχεις πριν φύγω, καληνύχτα.

– Καληνύχτα.

Το επόμενο πρωί ο Γρόντης εμφανίστηκε στον Διοικητή, η συνάντηση τους ήταν ολιγόλεπτη. Ο Διοικητής Καραμιχάλης βεβαιώθηκε ότι το πόδι του Γρόντη δεν θα ήταν εμπόδιο στις λιγοστές δουλείες που θα του ανέθετε η γυναίκα του και αφού του επέστησε την προσοχή να είναι υπάκουος και διακριτικός, τον διέταξε να ετοιμάσει τα πράγματα του και το επόμενο πρωί θα πήγαιναν μαζί στο σπίτι του.

Οι πρώτες εβδομάδες κυλούσαν ήρεμα, τα νέα από το μέτωπο ήταν ευχάριστα και το κλίμα στην Αθήνα πανηγυρικό. Το πόδι του Γρόντη ήταν πια απολύτως καλά και εκτελούσε με κέφι, τις λιγοστές είναι αλήθεια, δουλειές που του ανέθετε η Αλίκη Ασβεστά Καραμιχάλη.

Ο Γρόντης ήταν ψηλός, ευθυτενής, με σώμα σμιλεμένο στα  χωράφια της επαρχίας, όλες του οι κινήσεις ήταν χοντροκομμένες, πομπώδεις. Όποτε γελούσε, γελούσε δυνατά, έτρωγε με το στόμα ανοιχτό και τα χείλη του σαν κύματα παφλάζοντα έκαναν πάταγο. Μπροστά στην Αλίκη Ασβεστά Καραμιχάλη προσπαθούσε να είναι διακριτικός και μετρημένος με το βλέμμα του πάντα στο πάτωμα, αυτή του η προσπάθεια τον έκανε στα μάτια της χαριτωμένο.

Η Αλίκη Ασβεστά Καραμιχάλη είχε το χάρισμα της θελτικότητας, η περπατησιά της, οι κινήσεις της, οι ανάσες της, ο τρόπος που χαμογελούσε απέπνεαν μία ανεξήγητη γλυκιά ζεστασιά, σχεδόν σε μάγευαν σαν τύχαινε και την χάζευες για λίγη ώρα.

Έτσι και ο Γρόντης ένα απόγευμα μετά από μια καλοκαιρινή μπόρα, μούσκεμα ως το κόκαλο, στεκόταν μετέωρος και την κοιτούσε μαγεμένος καθώς κινούνταν στο χώρο αμέριμνη σιγοψιθυρίζοντας έναν σκοπό. Πρέπει να πέρασαν 3 λεπτά πριν να τον πάρει είδηση να την χαζεύει μεθυσμένος  από την αέναη γλυκύτητα της, του Γρόντη του φάνηκαν αιώνες.

Με τρόμαξες, τι στέκεις έτσι εκεί; Εσύ είσαι μούσκεμα, θα κρυώσεις, του είπε, πηγαίνοντας προς το μέρος του. Απάντηση δεν πήρε. Του έβγαλε το μουσκεμένο χιτώνιο και μια μυρωδιά  μπερδεμένη από ιδρώτα και χώμα της γαργάλισε τα ρουθούνια και ένα αχνό χαμόγελο διαφάνηκε στο πρόσωπο της, ενώ τα μάτια της πετάρισαν στιγμιαία. Έστρεψε ασυναίσθητα το βλέμμα της αλλού, μα το χέρι της άγγιξε άθελα της το τραχύ γυμνό του σώμα. Ένας ηλεκτρισμός διαπέρασε το κορμί της, σαν να ξύπνησαν μονομιάς όλες οι αισθήσεις της, ένοιωσε τα μάγουλα της να καίνε, οι ρώγες της σκλήρυναν και ο λαιμός της ξεράθηκε.

Ο Γρόντης δίχως να σκεφτεί την έπιασε από το μπράτσο και την κόλλησε πάνω του, ένοιωσε να του παραδίνεται ολόκληρη. Της έβγαλε αργά τα ρούχα και την ξάπλωσε πάνω στην τραπεζαρία. Λίγο αργότερα το βράδυ τους βρήκε τον καθένα στο κρεβάτι του δίχως σκέψεις.

Το επόμενο πρωινό ένα επίμονο κουδούνισμα στη πόρτα την ξύπνησε, ήταν δυο αξιωματικοί του Ελληνικού στρατού, ο ένας από αυτούς κρατούσε κάπως άγαρμπα, μια επιστολή. Η καρδιά της σταμάτησε, διάβασε το γράμμα και δάκρυα κύλισαν από τα μάτια της. Την κυρίευσε ένα συναίσθημα μίσους για τον εαυτό της. Την ώρα που πέθαινε, εγώ γαμιόμουν με τον φαντάρο του, σκέφτηκε.

Εβδομάδες μετά έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής, πίσω στο πατρικό της οικογένειας Ασβεστά στη Θεσσαλονίκη, λίγο αργότερα θα μάθαινε πως κουβαλούσε μαζί της και ένα μωρό στα σπλάχνα της.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here