Τα ζητήματα του κινδύνου φτώχειας, της εισοδηματικής ανισότητας και των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών τους στην Ελλάδα, εξετάζει η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank στο τελευταίο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων.

Όπως σημειώνει η τράπεζα, το υψηλό ποσοστό νοικοκυριών σε κίνδυνο φτώχειας και η ανισοκατανομή του εισοδήματος έχει σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες.

Ειδικότερα:

– Στρεβλώνει τη συναλλακτική διαδικασία

– Θέτει σε κίνδυνο τους δημοσιονομικούς στόχους

– Περιορίζει την οικονομική ανάπτυξη

– Οδηγεί στην υποεπένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο

– Τέλος, η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και του ποσοστού φτώχειας, σε συνδυασμό με την μακροχρόνια ανεργία και την υψηλή ανεργία των νέων, μπορεί να προξενήσει διαταραχή στην κοινωνική συνοχή.

Αναλυτικά, η τράπεζα σημειώνει τα εξής:

«Στο εβδομαδιαίο δελτίο της 16/6/2017 εξετάσαμε την αναμενόμενη πορεία του μακροχρόνιου ρυθμού μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας διερευνώντας τις προοπτικές τριών μεγεθών, του εργατικού δυναμικού βάσει των εξελίξεων στη δημογραφία και την αγορά εργασίας, της προσδοκώμενης συσσώρευσης κεφαλαίου και της δυναμικής της παραγωγικότητας. Η πορεία αυτών των θεμελιωδών παραγόντων αναμένεται να προσδιορίσει και τη διανομή της αναμενόμενης μεγέθυνσης του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες. Το ζήτημα της οικονομικής μεγέθυνσης χωρίς αποκλεισμούς (inclusive growth) είναι καίριας σημασίας για τη χώρα μας καθώς εξέρχεται της μακράς περιόδου οικονομικής ύφεσης με σημαντικά τραύματα στον κοινωνικό της ιστό.

Στο παρόν δελτίο εξετάζουμε τα ζητήματα του κινδύνου φτώχειας, της εισοδηματικής ανισότητας και των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών τους στην Ελλάδα, αξιοποιώντας τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν από την ΕΛΣΤΑΤ αυτήν την εβδομάδα.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών το έτος 2016, το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, διαμορφώθηκε σε 21,2%. Ορίζεται δε, ως το ποσοστό των ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά των οποίων το συνολικό ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα είναι χαμηλότερο του 60% του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος. Πρόκειται συνεπώς για ένα μέτρο της σχετικής φτώχειας και υπό αυτήν την έννοια αποτελεί ένδειξη της ανισότητας στον πληθυσμό αλλά και του κινδύνου κοινωνικού αποκλεισμού.

Το ανωτέρω ποσοστό στην Ελλάδα ήταν 19,6% το 2005, αυξήθηκε σταδιακά έως το 2012 σε 23,1%, ενώ άρχισε να μειώνεται από το 2014 και μετά. Η μικρή κάμψη του ποσοστού φτώχειας που παρατηρείται από το 2014 συνδέεται με την μείωση της ανεργίας από το φθινόπωρο του 2013 και μετά ως αποτέλεσμα της αυξημένης ευελιξίας που επετεύχθη στην αγορά εργασίας τα προηγούμενα χρόνια.

Επιπλέον, η εισοδηματική ανισότητα είναι ένα περίπλοκο φαινόμενο και το αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης μεταξύ διαφόρων παραγόντων. Σχετίζεται με το είδος απασχόλησης, τις πηγές εισοδήματος, τα ατομικά χαρακτηριστικά (επίπεδο εκπαίδευσης, ηλικία, φύλο, κ.λπ.) ή τα δομικά χαρακτηριστικά του νοικοκυριού (αριθμός μελών, μέγεθος οικογένειας κ.λπ.).

Η οικονομική ανισότητα αποτυπώνεται με τον καλύτερο τρόπο μέσω του δείκτη άνισης κατανομής εισοδήματος, γνωστός ως συντελεστής Gini , που ερμηνεύεται ως η στατιστική αναμενόμενη διαφορά του αποτελέσματος της σύγκρισης δύο τυχαίων εισοδημάτων, ως ποσοστό του μέσου όρου. Ο δείκτης μπορεί να λάβει τιμές στο διάστημα μεταξύ 0 (όταν κάθε νοικοκυριό λαμβάνει το ίδιο εισόδημα, δηλαδή έχουμε πλήρη ισότητα) και 1 (όταν ένα νοικοκυριό αποκτά το σύνολο του εισοδήματος, δηλαδή θεωρητικώς πλήρης ανισότητα).

Κατ’ αναλογία με το δείκτη σχετικής φτώχειας, ο δείκτης άνισης κατανομής εισοδήματος στην Ελλάδα αυξήθηκε στα χρόνια της ύφεσης από 0,331 το 2009, σε 0,343 το 2016.

Παρατηρείται ότι το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις) και ο δείκτης άνισης κατανομής εισοδήματος στην Ελλάδα ήταν από τα υψηλότερα στην Ευρώπη το 2016. Είναι σε υψηλότερο επίπεδο από όλες τις ανεπτυγμένες χώρες αλλά σε χαμηλότερο από ορισμένες χώρες της ανατολικής Ευρώπης όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Σερβία, η Λετονία κ.α.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ηλικιακή διάρθρωση του ποσοστού του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας. Όπως παρατηρείται, το ποσοστό της σχετικής φτώχειας των νέων έχει ανέλθει σε επίπεδο υψηλότερο από το μέσο όρο του πληθυσμού. Αντίθετα, η ηλικιακή ομάδα 65 και άνω και κυρίως οι συνταξιούχοι φαίνεται ότι “βελτίωσαν” τη σχετική τους (και όχι βεβαίως την απόλυτη) θέση κατά τη διάρκεια της ύφεσης. Τούτο συνδέεται με το γεγονός ότι οι συνταξιούχοι ως κοινωνική ομάδα επλήγησαν μόνο από τις μεγάλες εισοδηματικές περικοπές, ενώ το σύνολο του πληθυσμού (διακεκομμένη γραμμή), και ιδιαίτερα οι νέοι (κόκκινη γραμμή), επηρεάστηκε τόσο από την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης όσο και από την άνευ προηγουμένου αύξηση της ανεργίας.

Παρατηρείται ακόμη ότι το ποσοστό φτώχειας ατόμων ηλικίας 65 και άνω βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο έναντι των συνταξιούχων καθώς περιλαμβάνει ένα μέρος ευπαθών κοινωνικών ομάδων, όπως τους ανέργους και τους οικονομικά ανενεργούς αυτής της ηλικιακής κατηγορίας.

Αναλύοντας το ποσοστό των νέων ηλικίας 20-29 ετών και το ποσοστό των συνταξιούχων που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας σε σχέση με άλλες χώρες, όπως παρατηρείται στο Γράφημα 3, η Ελλάδα κατέχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στους νέους, μετά την Ισπανία, και το σχετικά χαμηλότερο ποσοστό στους συνταξιούχους.

Το υψηλό ποσοστό φτώχειας που παρατηρείται στους νέους είναι συνδεδεμένο με το πολύ υψηλό ποσοστό ανεργίας των νέων, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ισπανία. Σημειώνεται ότι το ποσοστό ανεργίας των νέων ηλικίας 20-29 το 2016 ανήλθε στο 31,4% στην Ισπανία και στο 37,7% στην Ελλάδα.

Όσον αφορά στο ποσοστό των συνταξιούχων που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας, παρατηρείται ότι η Ελλάδα καταγράφει το χαμηλότερο σχετικά ποσοστό σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες.

Οι συγκρίσεις μεταξύ χωρών, ωστόσο, χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής καθώς το επίπεδο που προσδιορίζει το κατώφλι της φτώχειας συνιστά “σχετικό” μέγεθος, δηλαδή κυμαίνεται διαφορετικά στην κάθε χώρα και στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο χαμηλότερο επίπεδο (στα € 9.450 ).

 

Το υψηλό ποσοστό νοικοκυριών σε κίνδυνο φτώχειας και η ανισοκατανομή του εισοδήματος έχει σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες. Συγκεκριμένα,

Πρώτον, στρεβλώνει τη συναλλακτική διαδικασία καθώς αυξάνει το ποσοστό των νοικοκυρών που δηλώνει δυσκολία στην αποπληρωμή των υποχρεώσεων του εντός προθεσμίας, είτε αυτές αφορούν στην εξυπηρέτηση δανείων, είτε στην πληρωμή παγίων λογαριασμών.

Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ για την υλική υστέρηση και τις συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυρών έτους 2016, το ποσοστό των φτωχών νοικοκυρών που δυσκολεύεται να αποπληρώσει έγκαιρα τις δόσεις των πιστωτικών καρτών και δανείων ανέρχεται σε 85%, τους πάγιους λογαριασμούς σε 62,3% και τα ενοίκια για την κατοικία ή την δόση του στεγαστικού δανείου σε 63,4%.

Δεύτερον, θέτει σε κίνδυνο τους δημοσιονομικούς στόχους καθώς εξασθενεί τη δυνατότητα των νοικοκυριών να καλύψουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, ενώ έχει ως αποτέλεσμα την συσσώρευση των εκκρεμών φορολογικών υποχρεώσεων των ιδιωτών προς το δημόσιο.

Τρίτον, περιορίζει την οικονομική ανάπτυξη καθώς, επιδεινώνει τη διαρροή του επιστημονικού δυναμικού στο εξωτερικό (brain drain) που παρατηρείται τα τελευταία έτη. Τελικώς η χώρα στερείται καινοτόμες επιχειρηματικές ιδέες, εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση και φορολογικά έσοδα.

Τέταρτον, οδηγεί στην υποεπένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο (under-investment in human capital) καθώς μεγάλο μέρος των φτωχών νοικοκυριών αδυνατεί να χρηματοδοτήσει έξοδα σπουδών εκτός του τόπου κατοικίας.

Πέμπτον, η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και του ποσοστού φτώχειας, σε συνδυασμό με την μακροχρόνια ανεργία (άτομα άνεργα πέραν του έτους) και την υψηλή ανεργία των νέων, μπορεί να προξενήσει διαταραχή στην κοινωνική συνοχή.”

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here