Αφιερωμένο στην κ. Μαίρη

Τη μουχλιασμένη μυρωδιά από το ατμοσίδερο της γειτόνισσας μαζί με το «πφφφφ» κάθε φορά που πατούσε γιακάδες θυμάμαι πιο πολύ από εκείνο το απόγευμα. Με σαράντα βαθμούς κι εκείνη να φλερτάρει με την αποπληξία για να «τελειώνει να μην τα έχει Κυριακάτικα» στο δωματιάκι υπηρεσίας με το ψευτοπαράθυρο και το αραχνιασμένο τούλι. Οι άλλοι, οι φίλοι μου, στις αλάνες να ματώνουν γόνατα κι αγκώνες, κι εγώ στο δωμάτιο με τις τσιμπιές της μάνας μου στα πόδια να καίνε και τα κουνούπια να αλωνίζουν.
Καταής, με τα μάτια πρησμένα από το κλάμα, τη μεταγλωττισμένη μεξικάνικη σειρά από το σαλόνι να τριβελίζει το κεφάλι μου, τον ήλιο να με τυραννά με χοντρές λωρίδες ανάμεσα απ’ τα δέντρα. Κι όλα αυτά γιατί λίγο νωρίτερα, εκείνο το μεσημέρι του Αυγούστου, είχα μια εκπληκτική ιδέα για την εκπληκτική κατηφόρα μπροστά από το σπίτι: Να κυλήσουμε το καρπούζι, να δούμε που θα φτάσει. Και το πετάξαμε. Με δύναμη και γέλια. Κύλησε αρχοντικά μέχρι κάτω, με ένα φανταστικό στριφογύρισμα.
Κι ας το ‘χε ανεβάσει η μάνα μου μαρτυρικά, με τον ήλιο να την τιμωρεί για τη λαιμαργία της εκείνο το στεγνό απ’ αέρα Σάββατο, εμείς το πετάξαμε. Και ξέρασε το μέσα του στην κολώνα του «απαγορεύεται η στροφή», γεμίζοντας τον τόπο κόκκινη σάρκα και χυμούς, και κουκούτσια και πράσινη φλούδα. Και βούτηξαν οι μύγες απ’ τη μυρωδιά να το κατασπαράξουν. Αχόρταγες, σαν να μην είχαν δει καρπούζι ολόγλυκο, ποτέ ξανά. Μείναμε εκεί, ακίνητοι, θριαμβευτές. Χασκογελούσαμε για το μεγαλείο του κατορθώματός μας.
Έπειτα βγήκε αλαφιασμένη η μάνα μου, να βρει την αιτία για τα γέλια μας. Κι όπως άνοιξε απότομα την πόρτα, απελευθέρωσε το λίβα της κουζίνας και τη μυρωδιά της ψημένης ντομάτας από τα γεμιστά που ακόμα κόχλαζαν στον πάγκο. Ρούφηξε αχόρταγα κάθε εκδοχή της καταστροφής. Εστίαζε μια στα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα μας και μια στο καρπούζι. Κι άρχισε να ουρλιάζει από θυμό και απελπισία. Και, τέλος, ήρθε εκείνη η στιγμή, που για τα δευτερόλεπτα που βαστάει δεν ξεχωρίζεις αν είναι της προετοιμασίας του καυγά ή της παραίτησης. Αυτή της διαλυτικής σιωπής, που κάνει τον ιδρώτα ποτάμι και τις παλάμες νωπές.
Και μέσα σε κρυστάλλινες κραυγές και αλυχτίσματα σκάλιζε να βρει ποιος το αποφάσισε, ποιος το πέταξε, ποιος είδε την κατηφόρα λάγνη για αταξία. Φώναξε, μοίρασε, έδιωξε τους άλλους στις μάνες τους, κι έστειλε εμένα στο δωμάτιο. Εκείνο το μεσημέρι των 38 βαθμών και της άπνοιας, να υποστώ τις συνέπειες…
«Άκου εκεί να πετάξουν το καρπούζι», μουρμούριζε το απόγευμα στις διαφημίσεις ανάμεσα στο σήριαλ για να γεμίσει το κενό πριν ξαναρχίσει η Παουλίνα να μυξοκλαίει, μαζί με ‘μένα, αλλά αυτή στα πλουμιστά μεξικάνικα στούντιο και για άλλους λόγους, μάλλον. Τα λέγε και τα ξανάλεγε, να τις φύγουνε οι τύψεις που με κλειδαμπάρωσε και για να κρατάει τον πατέρα μου μακριά από το ενδεχόμενο να με αμολήσει να πάω να βρω τους άλλους, για να καταλήξουμε στο ποιος έφαγε το πιο πολύ ξύλο. Κι εκείνος, χαμένος και κρυμμένος πίσω από τους μεταγλωττισμένους συμπρωταγωνιστές της Μεξικανής ντίβας μουγκάνιζε ψιλοσυγκαταβατικά, πίνοντας χλιαρή μπύρα.
«Να κάτσει τώρα μέσα να καταλάβει το σκατόπαιδο, να μάθει να σέβεται» συμπλήρωσε, και μετά βόλεψε το πρησμένο γόνατο στον καναπέ-ντιβάνι να μοιραστεί τους ανεκπλήρωτους έρωτες της αλλοδαπής κοπέλας.
Ξάπλωσα στο κρεβάτι, φάτσα στο ταβάνι. Η πλάτη μου πότιζε ιδρώτα το τσαλακωμένο σεντόνι. Ατμοσίδερο, έντομα σε άτακτες πτήσεις, καθημερινά προβλήματα Λατινοαμερικάνων πλουσίων, και ένα ριγέ σαμιαμίδι στα φύλλα του μισοσφαλισμένου πατζουριού να με κοιτάει κατάματα. «Άντε μου στο διάολο κι εσύ» ψιθύρισα και έπεσα στα πλάγια κοιτώντας τα ρυάκια λαδομπογιάς στην πόρτα.
Ένα ασθενικό περπάτημα τάραξε την συνέχεια των πραγμάτων. Έπειτα ο πατέρας μου άνοιξε συνωμοτικά την πόρτα.
«Κάτσε λίγο ακόμη και βλέπουμε» ψιθύρισε μέσα απ’ τα δόντια αφήνοντας «συμβολικά» την πόρτα μισάνοιχτη: Ένα μικρό βήμα για την ανθρωπότητα, ένα μεγάλο για να πάω να κάνω νέες αηδίες με τους άλλους.
Κι έτσι όπως ξεκόλησα τα λασπωμένα μαλλιά από το μαξιλάρι και κοίταξα στο σαλόνι, έμοιαζε κι η μάνα μου να είναι τιμωρία. Στο ντιβάνι, παραδωμένη στην κατά πολύ νεώτερη τηλεοπτική φίλη της. Μια εικόνα τόσο επίμονα ίδια. Κι εκείνος κι εκείνη, αδιάφοροι για ζωή, σιωπηλοί, σα σφουγγάρια σε βυθούς τιρκουάζ θαλασσών παραδομένα σε μονότονα κύματα. Καρικατούρες φυσιολογικών ανθρώπων με ατελείωτες σιωπές να κατασπαράζουν σα μύγες τα χρόνια τους. Τα καλοκαίρια κυρίως. Το ‘χει άλλωστε αυτή η εποχή να ξεγυμνώνει τις αδυναμίες. Οι μεγάλες μέρες ζητάνε γέμισμα.
Έσβησε κι η ψευδαίσθηση πως όλα θα ήταν αγέραστα, αναλοίωτα. Πως όλα θα ‘μεναν καλά ή καλύτερα. Κι έτσι τα καλοκαίρια έγιναν βαριές τιμωρίες για τις μικρές και τις άλλες επιλογές. Τουλάχιστον ρίχνει και από καμιά μπόρα να γίνεται κουβέντα, να χαλάμε τη ραστώνη.

Μάρκος Πετρόπουλος

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here