Με τον τουρισμό να καταγράφει ολοένα και καλύτερες επιδόσεις χρονιά με τη χρονιά, αυξάνονται και οι επενδύσεις στον ξενοδοχειακό τομέα που επικεντρώνονται κυρίως σε μονάδες τεσσάρων και πέντε αστέρων.

Μόνο που η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει ακόμα να προσελκύσει σε μεγάλο βαθμό τον «πλούσιο τουρίστα» που μένει σε αυτά τα υπερλούξ ξενοδοχεία.

Δεν είναι ότι οι ξενοδόχοι και οι επενδυτές δεν προσπαθούν να προσελκύσουν αυτούς τους πλούσιους τουρίστες, προσφέροντας νέες εγκαταστάσεις με όλες τις ανέσεις. Μόνο την τελευταία οχταετία η δυναμικότητα των ξενοδοχείων τεσσάρων και πέντε αστέρων αυξήθηκε κατά 30%, ενώ στο σύνολο τους οι κλίνες των ελληνικών ξενοδοχείων αυξήθηκαν κατά 10%. Το οποίο σημαίνει πως η συντριπτική πλειοψηφία των μονάδων που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια ήταν τεσσάρων ή πέντε αστέρων. Το 2008 το ποσοστό κλινών σε τετράστερα ή πεντάστερα ξενοδοχεία ήταν μόλις 37% ενώ πλέον αποτελούν το 43% του συνολικού αριθμού των κλινών της χώρας.

Και όμως, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας η μέση δαπάνη του τουρίστα στην Ελλάδα (της οποίας περίπου το μισό κατευθύνεται στα ξενοδοχεία) διαμορφώνεται την τελευταία δεκαετία κοντά στα 70 ευρώ την ημέρα. Ποσό σημαντικά χαμηλότερο από τον μέσο όρο των ανταγωνιστών, με την διαφορά να προσεγγίζει το 15%. Μάλιστα, το μερίδιο των τουριστών υψηλού εισοδήματος μειώθηκε την τελευταία οχταετία από 27% σε 23% όπως φαίνεται από την έρευνα της ΕΤΕ σε 200 μικρομεσαίες τουριστικές επιχειρήσεις για το διάστημα 2008-2016. Αυτό σύμφωνα με τους αναλυτές της τράπεζας οφείλεται κυρίως στην μεγάλη αύξηση των τουριστών χαμηλού εισοδήματος από την ΝΑ Ευρώπη.

Πρόβλημα η έντονη εποχικότητα

Ένα άλλο πρόβλημα που προκαλεί «πονοκέφαλο» στους ξενοδόχους είναι η εποχικότητα του ελληνικού τουρισμού. Η εικόνα που παρουσιάζουν τα ελληνικά ξενοδοχεία αυτές τις ημέρες είναι «ειδυλλιακή» με τις πληρότητες να προσεγγίζουν το 100%. Είναι γεγονός, όμως, ότι η εποχικότητα του ελληνικού τουρισμού παραμένει υψηλή, με άνω των 3/4 των διανυκτερεύσεων να αφορούν την περίοδο Ιουνίου-Σεπτεμβρίου, έναντι 60% για ανταγωνιστικούς προορισμούς. Αποτέλεσμα αυτού είναι η πληρότητα έτους να περιορίζεται στο 27%, ενώ στους ανταγωνιστικούς προορισμούς φθάνει το 40%, σύμφωνα πάντα με την ΕΤΕ.

Η λύση είναι και άλλες επενδύσεις

Οι αναλυτές της ΕΤΕ θεωρούν πως το επόμενο διάστημα θα πρέπει να διευρυνθεί η τουριστική περίοδος στα πρότυπα των άμεσα ανταγωνιστικών προορισμών σε συνδυασμό με  την προσέγγιση της ποιοτικής σύνθεσης των τουριστών στην Ελλάδα με αυτή σε άμεσους ανταγωνιστικούς προορισμούς. Αν γίνει κάτι τέτοιο εκτιμάται ότι οι τουριστικές εισπράξεις μπορούν να αυξηθούν κατά 5 δισ. ευρώ ετησίως.

Σύμφωνα με την μελέτη οι απαιτούμενες επιπλέον επενδύσεις για την υλοποίηση αυτής της στρατηγικής είναι σωρευτικά 6 δισ. ευρώ σε ξενοδοχεία και 16 δισ. ευρώ σε λοιπές τουριστικές υποδομές – με τις αναβαθμισμένες υποδομές να προσελκύουν υψηλότερου εισοδήματος τουρίστες λειτουργώντας αυξητικά τόσο για τις τιμές των ξενοδοχείων όσο και για την ευρύτερη κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών. «Οι παραπάνω υποδομές θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν σε ορίζοντα πενταετίας, αν οι ετήσιες τουριστικές επενδύσεις επιστρέψουν κοντά στο προ κρίσης επίπεδό τους», σημειώνει η έρευνα της ΕΤΕ.

Οι πιο «γαλαντόμοι» τουρίστες

Το «τουριστικό μείγμα» είναι εξαιρετικά σημαντικό για την πορεία των εσόδων μιας περιοχής. Η διαφορά φαίνεται και από την σύγκριση των περιοχών με την υψηλότερη τουριστική δαπάνη (Κρήτη – Νότιο Αιγαίο) και τη χαμηλότερη τουριστική δαπάνη (Κεντρική και Δυτική Μακεδονία).

Πιο «γαλαντόμοι» εμφανίζονται οι Αμερικανοί τουρίστες που ξοδεύουν κατά μέσο όρο 113 ευρώ την ημέρα. Αντίθετα στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία οι πιο «πλούσιοι» τουρίστες είναι οι Ρώσοι που δαπανούν μόλις 69 ευρώ την ημέρα, κατά μέσο όρο.

Πηγή: insider.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here