Του Αλέξανδρου Μακρίδη

17 Δεκέμβρη του 1917. Μια μέρα σαν τη σημερινή. Βοριάς παγωμένος φυσά.
Η Οξυά, η ψηλότερη κορυφή των Αντιχασίων, χιονισμένη. Και εκεί σε ένα φτωχικό σπίτι στο ψηλότερο και μεγαλύτερο χωριό του βουνού ήρθες σαν άνεμος ζωής. Μα οι πρώτες στιγμές σου ήταν και οι ύστερες για τον άνθρωπο που σου χάρισε πνοή. Έμεινες ορφανή,η έσχατη από τις αδερφές σου. Και λίγες μέρες μετά, ασαράντιστο μωρό βρέθηκες στην αγκαλιά μιας νέας οικογένειας, σε άλλον τόπο. Εκεί στις υπώρειες των Αντιχασίων, στα ριζά του κάστρου, στον βυζαντινό Τζίβισκο της Άννας Κομνηνής,έγινες το στήριγμα και η ελπίδα του θετού σου πατέρα , του προπάππουΚωνσταντή. Η θετή σου μητέρα έφυγε και αυτή νωρίς… Μεγάλωσες σαν μοναχοπαίδι. Στην εποχή του Πάγκαλου πήγες σχολείο που πάντα μου έλεγες χαριτολογώντας:” Ο Πάγκαλος με τις μακριές τις φούστες.”Και εδώ στον Τζίβισκο πλέον, το Βρυόζανο των Οθωμανικών χρόνων στέριωσες. Κατά το όνομά σου… Στεργιάνω.
Παντρεύτηκες στην κατοχή τον παππού μου…Μακαρι να τον γνώριζα. Άκουσα τόσα. Μοναχοπαίδι και αυτός με έναν πατέρα που έφυγε για την Αμερική το 1912( μόνο στα κατάστιχα του νησιού Ελις της Νέας Υόρκης είναι καταγεγραμμένο το όνομά του άλλου μου προπάππου του Σπύρου, του τραγουδιστή…) για να τραγουδήσει και δεν επέστρεψε ποτέ. Κιμπάρης ο παππούς. Ο πρώτος ρεμπέτης του χωριού. Σαν χόρευε ζεϊμπέκικο…όλοι τον θαύμαζαν. Θητεύσε βέβαια κοντά στους μεγάλους τραγουδοποιούς των Τρικάλων. Παλικάρι. Τον αγάπησες. Καρπός της Αγάπης τα τέσσερα παιδιά σας. Και πρώτη η μάνα μου… Την έφερες στο φως μονάχη σου με τη μαμή του χωριού. Όλο το χωριό έφυγε στο βουνό από τον φόβο των Γερμανών. Ήταν οι τελευταίες μέρες τους στον τόπο μας. Μέρες σκοτεινές. Οκτώβρης του 44. Οι χαρές λίγες , οι πικρές περισσότερες. Γρήγορα έμεινες μόνη να μεγαλώνεις τα παιδιά σου. Ο παππούς έφυγε νωρίς. Ήταν, βλέπεις, μερακλής με το ποτό. Πότε δεν άκουσα μια λέξη εναντίον του. Και βρέθηκες να δουλεύεις στο θεσσαλικό κάμπο… Καζακλαρ, Πλατύκαμπος, Φαλάνη…. Από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου …..σκυμμενη να μαζεύεις “μπαμπάκι”…. Τη δεκαετία του 50 λίγο είχαν αλλάξει οι συνθήκες στον κάμπο από την εποχή των κολλίγων. Τα χρόνια κυλούν και μένεις πάλι μόνη… Στην δεκαετία του 60 πέταξαν τα παιδιά σου σαν ταξιδιάρικα χελιδόνια…Οι τρεις σου κόρες βρέθηκαν στις φάμπρικες της Γερμανίας και ο γιος σου , το στερνοπαίδι σου, μόλις στα 15 του μπάρκαρε στα καράβια…Μα τον Οκτώβρη του 69 στο μικρό μας πέτρινο σπίτι, στο κέντρο του μεγάλου μας χωριού αντηχησαν ξανά κλάματα και παιδικές φωνές. Εδώ ξεκινά η κοινή μας πορεία γιαγιά…Γίναμε δυο… Από τριών μηνών βρέθηκα στην αγκαλιά σου. Και σε λίγο, στις αρχές του 70 προστέθηκε και τρίτο μέλος στην συντροφιά μας. Ο ξάδερφος, ουσιαστικά αδερφός μου, ο Γιάννης.
Και τι να πρωτοθυμηθώ…
Την καθημερινή σοκολάτα… περιτυλιγμενη στο κόκκινο χαρτί της…αμυγδάλου ΙΟΝ…κάτω από την αστρέχα. Τρέχαμε με τον Γιάννη να την βρούμε και να την ανοίξουμε… Η Καλιακούδα μας έλεγες την έφερνε. Και εμείς σε πιστεύαμε… Χρόνια αργότερα μάθαμε πως την αγόραζες εσύ καθημερινά από το παντοπωλείο του Νταντάλια….
Φορες πάλι πολλές καναμε αταξίες…Περισσοτερο εγώ πάρα ο Γιάννης μας. Παιδιά του χωριού. Δεν προλάβαινες να ξεμυτίσεις από το σπίτι και ανεβαίναμε στο παράθυρο για να δραπετεύσουμε στη φύση… Μας έψαχνες στο Ροβόμπλο στο ποτάμι και στη Λόρσα να μαζεύουμε χελώνες…
Και τα Χριστούγεννα….άλλο πάλι. Έξω από την πόρτα μας περίμενε ένας σάκος με όλα τα καλά…γλυκά και παιχνίδια. Το παραμύθι των παιδικών μας χρόνων…. μέχρι τα έξι μου χρόνια. Τότε πέταξα και εγώ για τη κρύα χώρα του Βορά. Θυμάμαι το τρένο που μπήκανε οι τρεις μας.Εσύ, εγώ και ο Γιάννης. Και έμεινες ολάκερο το καλοκαίρι στη Γερμανία να μου κρατάς το χέρι για να συνηθίσω το νέο τόπο, τη νέα οικογένεια. Και όταν επέστρεψα Θεσσαλονίκη…επέστρεψα πάλι κοντά σου. Κάθε Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα , έπαιρνα το λεωφορείο για να βρεθώ κοντά σου, στους φίλους, στον τόπο μας. Ήμουν δεν ημουν 9 χρονων όταν ξεκίνησε αυτή η διαδρομή…Και με περίμενες στο Τσιότι για να πάρουμε το ταξί και την ανηφόρα αντάμα για το Γριζάνο μας. Εικόνες ξεπροβάλλουν….πολλές. Όλες πλημμυρισμένες από την Αγάπη σου….. Θα σταθώ μόνο σε τρεις.
Στην εφηβεία …..”μπούκαρες” στην ντίσκο του φίλου μου του Τάκη 2 η ώρα τα ξημερώματα…..για να με αραδίσεις( ψάξεις…για όσους δεν γνωρίζουν την ντοπιολαλιά μας). Με την μπουρμπούλα( μαντήλα)…μαύρη οπτασία…. Και οι φίλοι μου με έκρυψαν για να μην με βρεις. Πάντα, όταν γυρνούσα απ’ έξω σε πετύχαινα ξυπνητή να με περιμένεις…
Και όταν σου έφερα στο χωριό την τωρινή μου σύντροφό με πήρες παράμερα με αγκάλιασες και μου είπες: “Αυτή Αλέκο μου θα σε κρατήσει για πάντα…”
Και περίμενες και τον ύστερο μου αποχαιρετισμό για να φύγεις για πάντα.
Το δήλωνε το μεγάλο σου χαμόγελο …στο νοσοκομείο της πόλης μας ….δεν μπορούσες να κρένεις, να μιλήσεις από το εγκεφαλικό . Αλλά με περίμενες με ένα πλατύ χαμογέλο για να φύγεις πλέον για πάντα…. Για μένα δεν έφυγες ποτέ.. ζεις μέσα μου …είσαι κομμάτι του εαυτού μου….Μου χάρισες την αγάπη και το δικαίωμα στο όνειρο αγαπημένη μου γιαγιά. Μου δίδαξες το πιο βασικό. Την ανθρωπιά και την αγάπη, να μην φοβάμαι τις προκλησεις της ζωής. Πάντα έλεγες ” Τα γράμματα είναι στο χαρτί και η γνώμη παραπέρα” Ένας αιώνας σήμερα από τη γέννησή σου. Είναι λίγα αυτά που έγραψα, τα περισσότερα χαραγμένα μέσα μου. Λίγοι και οι στίχοι που σου στέλνω εκεί ψηλά που βρίσκεσαι…….
“Τότε γυρίζω πίσω…
Στην ανέμελη ζωή του γκρίζου βράχου.
Κάτω απ’ το κάστρο του Τζίβισκου
αντικρίζω τον εαυτό μου…

Και σε μια γωνιά του κάδρου
γυναίκα μαυροντυμένη,οπτασία ψυχής
αγγίζει το χέρι μου απαλά
ιχνηλατώντας το μονοπάτι
του τωρινού μου παραδείσου.”

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here