Αγαπημένη μου

μετράω τις μέρες ως που να φανεί πάλι ο ταχυδρόμος , μα  ο χρόνος φαίνεται να ΄χει σταματήσει. Περιμένω νέα σου, περιμένω μια αχτίδα ουρανό να σκορπίσει λίγη απ΄τη βουή του πολέμου.

Χθες έβρεχε, έβρεχε ασταμάτητα. Μούσκεμα όλοι μέχρι το κόκκαλο. Η υγρασία έχει κουρνιάσει σε κάθε πτυχή του κορμιού μας. Ανάβουμε φωτιά να ζεσταθούμε αλλά τη νύχτα δεν πρέπει να δίνουμε στόχο κι έτσι προσπαθούμε να ζεσταθούμε με τη σπίθα του τσιγάρου και τη σπίθα της λευτεριάς που καίει βαθιά στην καρδιά μας.

Σήμερα ακούστηκε η σάλπιγγα να μας καλεί. Μπήκαμε στη γραμμή και τραβήξαμε για την εκκλησία.  Ένα εκκλησάκι σ΄ένα μικρό χωριό φάντασμα δέκα λεπτά με τα πόδια. Κάτασπροι ασβεστωμένοι τοίχοι, παράθυρα που άφηναν το κρύο να τρυπώνει, μα πόρτα δεν υπήρχε πουθενά. Λες κι είχε αφήσει ανοιχτή την πόρτα ο Θεός προσφέροντας μια στοργική αγκαλιά μες τη φρίκη του πολέμου. Η στέρεη και δυνατή φωνή του παππά έψελνε ¨…Κύριε ελευθέρωσον εκ της δουλείας του εχθρού…΄΄. ΄΄Εκ της δουλείας΄΄ . Μα εμείς δεν είμαστε δούλοι. Δεν ταιριάζει αυτή η λέξη σε μας. Γι΄αυτό εμείς πολεμάμε. Για να ζήσουμε ελεύθεροι. Πολεμάμε για την πατρίδα , για τις οικογένειές μας και ότι αφήσαμε πίσω ο καθένας. Είμαι βέβαιος ότι αυτός ο λεβεντόπαππας ευθύς μόλις  θα τελείωνε η Θεία Λειτουργία, θα ΄πιανε το ντουφέκι του για να υπερασπιστεί Θεό και πατρίδα. Σε καιρό πολέμου το δίκιο σπάει το φράγμα των κανόνων. Το δίκιο είναι η ίδια η λευτεριά, το δίκιο είναι να κρατήσουμε μακριά τον εχθρό, το δίκιο είναι να δούμε ξανά τους κήπους μας ν΄ανθίζουν.

Αγαπημένη μου, αυτό που με στεναχωρεί περισσότερο είναι που δεν προλάβαμε να ζήσουμε μαζί, να στήσουμε εκείνο το σπιτικό που λέγαμε και ν΄αραδιάζαμε δυο, τρία κουτσούβελα να γεμίζουν με τις φωνές τους την αυλή και τους άδειους τοίχους. Λαχταράω να σε σφίξω στην αγκαλιά μου, να σου ψιθυρίσω στο αυτί το τραγούδι της αγάπης μου κι ύστερα να ενωθούν οι ανάσες μας διαλύοντας με μιας όλο το γκρι που έχει βάψει τον κόσμο. Ώρες ώρες ξεμακραίνω για λίγο από το στρατόπεδο κοιτώντας πέρα το άπειρο. Προσπαθώ να βρω κατά που πέφτει το πατρικό μου σπίτι, κατά που πέφτει η πατρίδα, κατά που πέφτει εκείνο το παράθυρο που βλέπαμε τον κόσμο;

Κάθε βράδυ μετράμε τα πιάτα μας και περισσεύουν. Προχθές σκοτώθηκε ο Ανέστης. Έπεσε υπέρ πατρίδος. Την επομένη ο ταχυδρόμος του έφερε ένα γράμμα. Ήταν από τη γυναίκα του. Του ΄γραφε ότι είχε γεννήσει το δεύτερό τους παιδί. Αγόρι. ΄΄Άλλος ένας στρατιώτης έτοιμος να θυσιαστεί για την πατρίδα΄΄ σκέφτηκα, αλλά κράτησα τη σκέψη μου βουβή. Ποιός τώρα θα αναλάβει το θλιβερό καθήκον να γράψει στη γυναίκα του Ανέστη; Ποιος θα πει στα παιδιά του ότι θα μεγαλώσουν χωρίς τον πατέρα τους γιατί οι μεγάλοι της γης αποφάσισαν να κατακτήσουν τον κόσμο; Βέβαια ο πατέρας τους θα είναι ένας ήρωας αλλά δεν θα μπορέσουν ποτέ να τον αγκαλιάσουν, να του πουν τον πόνο  ή τη χαρά τους. Ο πατέρας τους θα είναι μια φωτογραφία που θα ξεθωριάζει αργά αλλά σταθερά στο πέρασμα του χρόνου.

Σήμερα χάσαμε τον Κυριάκο. Ένα παλικάρι δεκαεννιά  χρονών. Το όνειρό του, τι ειρωνεία, ήταν να σπουδάσει στην Ιταλία. Ήταν ο φιλόσοφος της παρέας. Ήξερε απ΄έξω τόνους ιστορίας. Η αλήθεια είναι ότι τα βράδια μας έπαιρνε για λίγο μακριά απ΄τον πόλεμο και μας διηγιόταν τα κατορθώματα του Μέγα –Αλέξανδρου, του Λεωνίδα, του Μιλτιάδη, του Θεμιστοκλή κι έτσι κι εμείς νιώθαμε να γινόμαστε ένα μικρό κομμάτι ιστορίας στο διάβα του χρόνου. Όμως, σήμερα κάποιος Ιταλός κουρέλιασε το όνειρο που έκρυβε στην τσέπη του. Το αίμα είναι για να ξοδεύεται. Ο πόλεμος απαιτεί θυσίες.  Ο λοχαγός μας λέει ότι δεν υπάρχει ωραιότερο χρέος από αυτό που έχουμε απέναντι στην πατρίδα. Δεν είμαστε παρά μονάχα μικρά ψηφία μες τη παγκόσμια λέξη: Λευτεριά. Τα χέρια μας ανήκουν στην πατρίδα και τα πόδια μας ανήκουν στην πατρίδα.

Τα βράδια η θύμηση κρυώνει. Με τυλίγει η παγωνιά. Παγώνει η ψυχή μου στη θέα τόσου αίματος που έχω δει να χύνεται. Κάποιες φορές νιώθω πως και τα βουνά γονατίζουν μπροστά στους τόσους νεκρούς. Μα πώς χαλιέται έτσι η ζωή; Πόσο ακριβά ή φτηνά την αγοράζει κάποιος; Την ποδοπατάνε μες τη νύχτα, την ακούμε μες το σκοτάδι να φωνάζει βοήθεια. Την πυροβολούν στο στήθος μα αυτή σηκώνεται ξανά και τραγουδά ακόμα πιο δυνατά.

Δε μπορώ να το εξηγήσω αυτό, μα χθες το βράδυ, είδα τον Ανέστη στον ύπνο μου. Ήταν, λέει, πελώριος. Ύστερα ήρθε από πίσω του ο Κυριάκος, πελώριος κι αυτός. Πίσω τους ακολουθούσαν όλοι αυτοί που σκοτώθηκαν, πελώριοι κι αυτοί και βάδιζαν σηκώνοντας, λέει, το βάρος όλου του κόσμου. Και προχωρούσαν. Τα χαράματα με ξύπνησαν οι πρώτοι πυροβολισμοί της ημέρας. Ένιωθα τους ώμους μου βαριούς. Δεν ήταν ούτε από το ντουφέκι ούτε από το γυλιό μου. Ήταν που πάνω τους στεκόταν το όνειρο για λευτεριά. Ήταν που πάνω τους στεκόταν εκείνη η η πόρτα που έκλεισε πίσω μου, όταν πήρα το δρόμο για το μέτωπο.

Αγαπημένη μου, η σάλπιγγα ηχεί. Κάποιο καινούριο χρέος με φωνάζει. Να ξέρεις ότι σε σκέφτομαι συνέχεια κι ότι πάνω στα πακέτα των τσιγάρων μου φτιάνω τα σχέδια για το σπίτι μας. Οι κολόνες του θα΄ναι ποτισμένες με αίμα.

Σε φιλώ γλυκά. Να με περιμένεις.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here