Η εγγονή του Παύλου Μελά, κυρία Ναταλία Ιωαννίδου.

Η ασπίδα προστασίας της είναι «η αλήθεια»:«Δεν έχω εκμεταλλευτεί ποτέ τίποτα, ούτε από το όνομα ούτε από τα κειμήλια και νιώθω αδιάβροχη. Αλλά –συνεχίζει η κ. Ιωαννίδου- φταίνε όλες οι παρατάξεις και τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου που δεν τολμούν να πιάσουν το θέμα, γιατί καίει! Είναι απαγορευμένο. Κι επικρατούν η μικροπολιτική και η αποδόμηση». Κάτι που διαπιστώνει να συμβαίνει και για τον έτερο πρόγονό της, τον Ίωνα Δραγούμη: «Εδώ ο Καρατζαφέρης έχει φτιάξει το σύλλογο Ίωνα Δραγούμη, που είναι ό,τι πιο ακροδεξιό υπάρχει. Κάποτε μου έστειλαν πρόσκληση. Φυσικά δεν πήγα γιατί, όπως σας λέω, είμαι υποψιασμένη».

Αν και κατορθώνει να διατηρεί τη νηφαλιότητά της, υπάρχουν, παραδέχεται, «ρωγμές» συναισθηματικής εμπλοκής: «Όταν διαβάζω τα γράμματά του προς τη μητέρα μου, όπως το τελευταίο, 6 μήνες προτού σκοτωθεί -έγραψε ένα αντίστοιχο και στο γιο του- είναι να κλαις. Της λέει της κόρης του «εγώ ο γέρων». Και ήταν 34 ετών. Βουτιέμαι, φυσικά στα χαρτιά και στα γράμματα». Κι επειδή ακριβώς τα διαβάζει ξανά και ξανά μαζί με όλα τα εναπομείναντα τεκμήρια, επιβεβαιώνει την ιδεολογικο-πολιτική παρανόηση σε βάρος τού Μελά. «Δεν είμαι ιστορικός. Εγώ είμαι μουσικός. Αλλά λυπάμαι».

Ποιες αναμνήσεις μοιράζονταν μαζί της η μητέρα της και η γιαγιά της Ναταλία; «Όταν κι οι δυο πολύ συγκρατημένες. Η γιαγιά μου ποτέ δεν μου μίλησε για το θάνατό του κι όλοι απορούν για αυτό. Διότι δεν ήθελε να συγκινηθεί και να το ρίξει στο μελό». Η συζήτηση, καθώς με κερνάει παγωτίνια κι έξω έχουν ανοίξει στα καλά καθούμενα οι ουρανοί, επιστρέφει στο ζευγάρι Μελά: «Παντρευτήκαν από έρωτα μεγάλο. Εκείνος ήταν και πολύ ωραίος. Ζήσαν ελάχιστα χρόνια μαζί. Η γιαγιά μου έμεινε εξήντα χρόνια χήρα. Εντύπωσή μου είναι ότι  δεν καταδεχόταν μετά να ρίξει τα μάτια της σε άλλον». Οι μοναδικές στιγμές που μοιραζόταν με τα εγγόνια της ήταν «οι ευχάριστες και διασκεδαστικές της οικογένειας, η οποία είχε πολύ χιούμορ. Ο παππούς μου ήταν, φαίνεται, ενθουσιώδης, παρορμητικός κι ευέξαπτος, κι εκείνη τον συγκρατούσε. Ήταν πιο ώριμη κι αυτός  πάντα ζητούσε τη συμβουλή της».

Όταν σκοτώθηκε βρέθηκαν πάνω του σημειωματάρια. «Η γιαγιά μου ποτέ δεν θέλησε να μου τα δείξει. Τα κατέθεσε στο Μουσείο Μπενάκη». Όταν τα διάβασε η εγγονή έπεσε από τα σύννεφα. «Νόμιζα ότι θα είχαν σχέση με τον Αγώνα, αλλά ήταν σαν ένα ημερολόγιο για τις ημέρες προτού φύγει, όπου φαίνεται ο σπαραξικάρδιος χαιρετισμός του με τα παιδιά του. Περιέγραφε πως έσφιξε πάνω του την κόρη του, ένιωσε το κορμάκι της και την πήγε ο ίδιος για ύπνο. Αποκαλύπτεται πως ήταν φοβερά συναισθηματικός».

Η κ. Ιωαννίδου δεν διανοήθηκε ποτέ να απευθυνθεί σε κάποιο πολιτικό για να αποκατασταθεί το ερείπιο; «Δεν ζήτησα ποτέ καμία χάρη», ξεκαθαρίζει. Ούτε καν από τον Υπουργό Πολιτισμού Παύλο Γερουλάνο που ήταν μαθητής της στο Κολέγιο. Ο Σαμαράς ως πρωθυπουργός έδωσε πάντως εντολή να ξεκινήσει η διαδικασία για τον χαρακτηρισμό της οικίας ως διατηρητέας. «Την αποκατάσταση τη θεωρούσαμε πάντα δική μας υποχρέωση ασχέτως αν δεν μπορώ να ανταποκριθώ οικονομικά σε αυτή».

Τη ρώτησε η γ.γ του υπουργείου Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη αν έχει αντίρρηση να χαρακτηριστεί διατηρητέα η οικία το 2009, κι εκείνη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Δεν είχα καμία αντίρρηση, αλλά ούτε το επεδίωξα». Το 2010 εκπονήθηκε η μελέτη αποκατάστασης που μένει ακόμα στα συρτάρια. Το «λεπτό» σημείο σε όλες τις «επιθέσεις» που δέχεται από διαφόρων ειδών καιροσκόπους είναι ότι η κ. Ιωαννίδου ανέκαθεν ήθελε η οικία Μελά να αποτελεί ιδιοκτησία της. «Να την παραχωρήσω κάπου, αλλά να υπάρχουν εγγυήσεις για τη χρήση της», τονίζει. Μουσείο, παραδόξως, δεν θα ήθελε να γίνει:« Το κτίσμα δεν είναι κατάλληλο και τα εκθέματα είναι ανύπαρκτα».

Η οικία επιτάχθηκε από Γερμανούς και αργότερα από Άγγλους. «Ο  καθένας έπαιρνε μαζί του ό,τι ήθελε και έφευγε. Διασώθηκαν ορισμένα έπιπλα που θα δείτε και εδώ. Από το 2010 εισβάλλανε συνεχώς και  κλέψανε τα πάντα. Μέχρι και τα καλοριφέρ ξεκόλλησαν κι απέσπασαν ένα φωτιστικό που είχε απομείνει απέξω μαζί με το ρόπτρο. Το «μάδησαν» το σπίτι. Τη νύχτα ερχόντουσαν και ξηλώνανε τα πλακάκια. Από τη σκάλα πήρανε τα μάρμαρα».

Τα κυριότερα πάντως διασωθέντα κειμήλια του Μελά έχουν παραχωρηθεί στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, όπου φιλοξενείται αίθουσα Παύλου Μελά, στη Σχολή Ευελπίδων και στην Εθνολογική Εταιρεία (Παλαιά Βουλή). Τα γράμματά του τα διαφυλάσσει το Μουσείο Μπενάκη. Όσα αντικείμενα, έγγραφα και φωτογραφίες παραμένουν στα χέρια της «δεν έχω αποφασίσει πού θα τα παραχωρήσω. Αυτό που πρέπει είναι να βρούμε τους πόρους για να επισκευαστεί και να σωθεί το κτήριο. Δευτερευόντως να μη φύγει από την κυριότητά μου προτού αποφασίσω πώς θα το εξασφαλίσω. Σκέφτομαι πολλά». Οι συζητήσεις πάντως με το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος έπεσαν δυστυχώς στο κενό. «Το ιδανικό -θεωρεί η κ. Ιωαννίδου- θα ήταν να εγγυηθεί ένας σοβαρός μορφωτικός φορέας όπως το Μουσείο Μπενάκη ότι θα  έχει τα μέσα να το συντηρεί κάνοντας μια καλή πολιτιστική χρήση».

Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο γνωστός κολεγιάρχης, ο κ. Κανελλόπουλος. «Είχε βάλει στο μάτι την οικία Μελά για να την κάνει κολέγιο. Η μητέρα μου είχε αρρωστήσει. Το θέμα είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις και στον Τύπο… Κατάφερε ο κύριος αυτός να βγει και δικαστική απόφαση σε βάρος μας, βάσει της οποίας έπρεπε να του παραδώσουμε τη διαχείριση». Η κυρία Ιωαννίδου κίνησε τότε γη και ουρανό και τελικά η οικία σώθηκε.

Τα βάσανά της, παρόλα αυτά, δεν λένε να τελειώσουν. Προέκυψε νέος εχθρός στον ορίζοντα. Λέγεται ΕΝΦΙΑ. «Πρόκειται για την απόλυτη αδικία και κορυφή του παγόβουνου», υποστηρίζει η κ. Ιωαννίδου. «Διότι το ακίνητο είναι πολιτιστική κληρονομιά. Θα τιμωρηθώ επειδή τη διέσωσα;». Καλείται να καταβάλει ένα εξωφρενικό ποσό. Στο οικόπεδο μπορούσαν να έχουν ανεγερθεί  μεζονέτες ή πολυκατοικία. «Εφόσον δεν επιτρέπεται, το κτήμα έχει μηδενική αξία. Παρόλα αυτά φορολογείται ο αέρας ο κοπανιστός. Το πληρώνω σαν οικόπεδο ενώ είναι πολιτιστική κληρονομιά».

Η γυναίκα δηλώνει «οργισμένη με όλους. Τα έχω και με το λαικϊσμό και με του δημοσιογράφους» και θεωρεί μοναδική διέξοδο «τις προσφυγές στη δικαιοσύνη. Πρέπει -τονίζει- να επικρατήσει η λογική και η δικαιοσύνη: «Αν το κράτος χαρακτήρισε κάποια οικήματα διατηρητέα μνημεία, μια πρωτοβουλία για το συμφέρον του συνόλου, πρέπει να κοιτάξει πώς θα ικανοποιήσει αυτό το συμφέρον. Με την ερειπιώδη εικόνα των διατηρητέων του, γίνεται ρεζίλι».