Το Σάββατο στις 7 Οκτωβρίου 2023, ξημερώνοντας δείχνει πως θα ‘ναι μια καλή μέρα.
Ο κορωνοϊός είναι πλέον μια απλή γρίπη, αγοράζεις φάρμακα από το σούπερ μάρκετ δίπλα στις μπατονέτες και τα καλσόν, ο Μπιλ Γκέιτς έχει μαζέψει τον πλούτο όλου του κόσμου, ο ασπρομάλλης Τραμπ βάζει ξανά για πρόεδρος των ΗΠΑ. Η Καστοριά των μεταναστών και των Ποντίων προσφύγων, της γούνας και της γης, έπειτα από αλλεπάλληλα κύματα ανάπτυξης αναπνέει ακόμα πάνω στο υγρό στοιχείο. Παραθεριστικό γκέτο, πια, για Αθηναίους συνταξιούχους.
Πάνω στην Ψαλίδα, η Καστοριά καθρέφτης, σε τυφλώνει από τα πάνελ που ρουφάνε ήλιο στο Τοιχίο και τη Μεταμόρφωση. Τα χωριά έχουν γίνει η Μέκκα των φωτοβολταϊκών, «apple free».
Η Νότια παραλία γεμάτη, ο καιρός βοηθάει, τα καφέ έχουν στοιβαγμένα τα μανιτάρια που πήραν τζάμπα το 2020, μέτρο στήριξης τότε στην κρίση, τουρίστες τραβάνε μανιωδώς φωτογραφίες τα πτηνά της λίμνης. Κάπου εκεί κι ο Γιωργάκης, παιδί πολυμελούς, πάμφτωχης οικογένειας, έχει φτιαχτεί στη Γερμανία, δουλεύει σε θέση ευθύνης με γερά λεφτά, έχει έρθει για να δει τους φίλους και τη μάνα του. Ο πατέρας του έφυγε πριν δύο χρόνια, βούτηξε από μια ταράτσα είπαν τότε, κάτι χρέη, τέλος πάντων, περασμένα ξεχασμένα.
Το Σάββατο στις 7 Οκτωβρίου 2023, γύρω στις δέκα το πρωί έχει φοβερή λιακάδα.
Διάφοροι κουστουμάτοι κάνουν ζικ ζακ στα τραπέζια, πλατιά χαμόγελα, αγχωμένοι σφίγγουν χέρια, χαμογελούν ακίνδυνα και κοιτούν τον επόμενο. Ο Γιωργάκης με εκείνη την ιστορία με την πανδημία, δεν έμεινε τίποτα να κάνει εδώ, την έκανε με ελαφρά. Έχει και δυο χρόνια να έρθει, και να τώρα κάθεται με το ξαδέρφι του και απολαμβάνει τον ήλιο της Καστοριάς και τον ωραίο καφέ.
-«Εδώ ρε δεν ήταν ένα άλλο μαγαζί», αναρωτιέται.
-«Ναι ρε αυτά έκλεισαν τότε με τον κορωνοϊό, τα πήραν κάτι άσχετοι», του λέει η Άννα, που μένει πλέον και δουλεύει έξω από το Μικρόκαστρο, σε ένα εργοστάσιο που ήθελε χέρια, πήρε και Καστοριανούς. Έρχεται τα Σάββατα να βλέπει, λέει, «θάλασσα».
-«Γενικά είναι χαλαρά», είπε η Άννα, «να σήμερα, λόγω της ημέρας γίνεται χαμούλης».
Το Σάββατο στις 7 Οκτωβρίου2023 γύρω στη μια έχει φοβερή ζέστη.
-«Θα πας αύριο να ψηφίσεις, ποιοι κατεβαίνουν;», ρωτάει ο Γιωργάκης.
-«Πάνω κάτω οι ίδιοι», κάτι καραμπόλες για βουλευτές».
Δεν τη συνεχίζουν τη κουβέντα, χαμογελούν, βγάζει κούραση στα μάτια η κουβέντα αυτή.
Οι κουστουμάτοι χάνονται στο πάρκινγκ της Νομαρχίας, πετάνε τα σακάκια στα πίσω καθίσματα και τραβάνε έξω από την πόλη. Αγέρωχοι, κάποια ψευδαίσθηση ταξικής ανωτερότητας τους δίνει δύναμη. Τέλος πάντων, γρήγορη βόλτα, δυο τρία χωριά έμειναν.
Το Σάββατο στις 7 Οκτωβρίου2023 γύρω στις πέντε χαιρετάει ο ήλιος.
-«Το πλιάτσικο βγαίνει από την αλβανική λέξη plaçkë ή τη σλαβική pljatška, Το είδα χθες κάπου». Ο Γιωργάκης έσπασε τη σιωπή στη Μαυριώτισσα, καθώς τα καφέ είχαν πια ερημώσει και τράβαγε η ψυχή του γυρολιμνιά. Κοιτιούνται, η Άννα δε θέλει να μιλήσει άλλο. Σα να σφίγγει λίγο τα μάτια και τα ιδρωμένα χέρια, ούτε ο Γιωργάκης ψήνεται να πει άλλα.
Το Σάββατο στις 7 Οκτωβρίου2023 γύρω στις επτά κάνει ψύχρα.
Περπατούν στο γυρισμό, κοπανώντας τους ώμους. Χαιρετιούνται, ο Γιωργάκης πετάει αύριο Κυριακή. Δεν πήγε και στο χωριό να δει τα γερόντια. Του χρόνου θα πάει σε νησί, στην Καστοριά ξανά σε δύο τρία χρόνια, να γεννηθεί και το παιδί. Και ποιος ξέρει, τα παιδιά του Γιωργάκη, καλή του ώρα όπου και να ’ναι, θα μπορούν να φαντάζονται την Καστοριά, να περηφανεύονται ότι κρατάει η σκούφια τους από ένα μέρος όμορφο, συμμετρικά φτιαγμένο στην καρδιά μιας λίμνης.
-«Γεια σου ρε μετανάστη»!
-«Γεια σου ρε ξαδέρφη. Τι θα κάνεις αύριο»;
-«Θα σηκωθώ αργά. Άλλωστε, έχουμε κι εκλογές».
Έφυγαν.
Μάρκος Πετρόπουλος
Φωτογραφία: Καστοριά, αρχές του 19ου αιώνα, Π.Ε.Λ.Σ.Α. Αμπελοκήποι