Κοιτώ έξω από το παραθύρι. Νιφάδες στροβιλίζουν στο φως της λάμπας ψάχνοντας να αποθέσουν τη λευκή τους “ψυχή”. Και η δική μας ψυχή φωτίζεται. Γεμίζει με την αγνότητα παιδικών αναμνήσεων. Άργησε φέτος το χιόνι… σε μια πόλη που το λευκό της χαρίζει απλόχερα μια ξέχωρη ομορφιά.

Του Αλέξανδρου Μακρίδη

Κοιτώ έξω από το παραθύρι… Στο μυαλό μου στροβιλίζουν λευκές αναμνήσεις …στα χρόνια της παιδικής αγνότητας. Τότε δεν είχαμε κινητά και υπολογιστές. Είχαμε όμως το παιχνίδι στους δρόμους και στις αλάνες. Και όταν χιόνιζε στήναμε το δικό μας λευκό πανηγύρι. Χιονοπόλεμος, αυτοσχέδια έλκηθρα, χιονάθρωποι διαφόρων μεγεθών και τύπων. Και η ψυχή μας γέμιζε…γέμιζε με την ομορφιά που μας έδινε απλόχερα η φύση. Δεν μας τρόμαζε τίποτα. Ούτε το κρύο, ούτε οι φωνές της μάνας σαν γυρίζαμε σπίτι μούσκεμα… χιονάνθρωποι οι ίδιοι μας.
Κοιτώ έξω από το παραθύρι…
Στην καρδιά μου στροβιλίζονται λευκές επιθυμίες…
Θέλω να ξυπνήσω αύριο και να αντικρύσω το λευκό των παιδικών μου χρόνων. Να αφήσω πίσω το άγχος και τη ρουτίνα της καθημερινότητας. Να την ” κοπάνησω” από τα ” πρέπει” και τις μάσκες της ωριμότητας και να κυλιστώ στο χιόνι της παιδικής αγνότητας και αθωότητας… Να χορέψω με τα λευκά” θέλω” που ξεχάστηκαν στο όνομα μιας ενηλικίωσης γεμάτης συμβάσεις.
Κοιτώ έξω από το παραθύρι…
Αύριο θα ξυπνήσω παιδί.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here