Η θεωρεία της «Προσκόλλησης» περιγράφει το ρόλο που διαδραματίζουν οι στενοί συναισθηματικοί δεσμοί που αναπτύσσονται μεταξύ του παιδιού και του γονέα-φροντιστή, στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του.

γράφει η Αθανασίου Δέσποινα

Ειδικότερα, ο όρος «Προσκόλληση» περιγράφεται από τον John Bowlby ως “κάθε μορφή συμπεριφοράς ενός ατόμου, που στόχο έχει να διατηρήσει την εγγύτητα με κάποιο προτιμώμενο άτομο που εκλαμβάνεται ως δυνατότερο ή σοφότερο”. Μέσω αυτής της πρώτης στενής σχέσης που αναπτύσσουμε με το πρόσωπο που μας φροντίζει, ακόμα και αν αυτή είναι περισσότερο ή λιγότερο ασφαλής, διαμορφώνουμε την προσωπικότητά μας και αποκτούμε γνώση για τον κόσμο που μας περιβάλλει. Με άλλα λόγια, μαθαίνουμε πολλά για τον τρόπο που αναζητούμε, λαμβάνουμε και προσφέρουμε αγάπη στις σχέσεις που συνάπτουμε στην ενήλικη ζωή μας.

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον λοιπόν, να εξετάσουμε το αποτύπωμα του συναισθηματικού δεσμού στις σχέσεις που αναπτύσσει μελλοντικά το άτομο. Σύμφωνα με τον Bowlby, τα βιώματα που αποκτά το παιδί μέσω της προσκόλλησης, προοδευτικά παίρνουν τη μορφή «εσωτερικών μοντέλων εργασίας». Με άλλα λόγια, το παιδί μέσω της αλληλεπίδρασής του με το πρόσωπο προσκόλλησης, δημιουργεί έναν νοητό χάρτη για τον εαυτό του, τους άλλους και τον κόσμο γύρω του. Μέσω της προσκόλλησης το άτομο εσωτερικεύει το κατά πόσο είναι άξιο να αγαπηθεί, το οποίο φυσικά καθορίζεται ανάλογα με το εάν είχε αναπτύξει ασφαλή ή ανασφαλή συναισθηματικό δεσμό με το πρόσωπο αναφοράς του. Αυτός ο χάρτης λοιπόν, οδηγεί το πλέον ενήλικο άτομο στους γνώριμους δρόμους, οι οποίοι έχουν ήδη χαραχθεί από την παιδική του ηλικία. Επομένως, ενδέχεται να σχετιζόμαστε με τους άλλους, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που μάθαμε να σχετιζόμαστε με τον γονέα-πρόσωπο προσκόλλησης. Επίσης, αναπτύσσουμε προσδοκίες για τη διαθεσιμότητα των άλλων ανθρώπων να ανταποκριθούν στις συναισθηματικές μας ανάγκες, ανάλογα με το εάν ως παιδιά κάποιος ήταν εκεί για να καλύψει την τότε επιθυμία μας για συναισθηματική εγγύτητα.

Οι μνήμες και οι πεποιθήσεις, οι οποίες αποκτήθηκαν μέσω των πρώιμων διαπροσωπικών μας σχέσεων, καθρεπτίζονται στις νέες σχέσεις που συνάπτουμε. Επομένως, η δυσκολία μας να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να εμπλακεί συναισθηματικά σε μία νέα σχέση, πιθανότατα να είναι απόρροια μίας δυσλειτουργικής γονεϊκής φροντίδας. Επίσης, η συνεχής αμφισβήτηση των συναισθημάτων και των προθέσεων των ανθρώπων γύρω μας, ενδέχεται να είναι το αποτύπωμα μίας ανασφαλούς γονεϊκής σχέσης.

Βέβαια, αξίζει να ειπωθεί ότι εν αντιθέσει με τους πραγματικούς χάρτες, τα εσωτερικά μοντέλα δεν αποτελούν άκαμπτες εικόνες, αλλά είναι ευέλικτες αναπαραστάσεις που επιδέχονται τροποποίηση. Μία ανασφαλής πρώιμη σχέση δεν είναι αναγκαστικά ολέθρια. Η κατάσταση ενδέχεται να διορθωθεί σε μια μελλοντική υγιής σχέση, η οποία μπορεί να αντισταθμίσει τις συνέπειες μιας δυσλειτουργικής πρότερης σχέσης. Επίσης, επανορθωτικά μπορεί να λειτουργήσει και η διαδικασία της ψυχοθεραπείας, κατά τη διάρκεια της οποίας το άτομο έχει την ευκαιρία να νοηματοδοτήσει τα βιώματα του παρελθόντος και να εντοπίσει νέες μεθόδους διαχείρισης των δυσκολιών του. Δίχως όμως μια συνειδητή στροφή προς εαυτόν, οι τύποι συναισθηματικού δεσμού τείνουν να «κληρονομούνται» από τη μια γενιά στην επόμενη. Άλλωστε, όπως επισήμανε ο Bowlby «όταν κάνεις αποκτά παιδί ενεργοποιείται ο τύπος συναισθηματικού δεσμού που είχε ο ίδιος ως παιδί».

Αθανασίου Δέσποινα

Εκπαιδευτικός- MSc Συμβουλευτικής Ψυχολογίας

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here