του Δημήτρη Δεληολάνη  – 

Ποια είναι η προέλευση της ονομασίας της οργάνωσης του Νικόλαου Μιχαλολιάκου; Στο βιβλίο του “Η Μαύρη Βίβλος της Χρυσής Αυγής” ο Δημήτρης Ψαράς αναφέρεται σε συνέντευξη του Κωνσταντίνου Πλεύρη στο Telecity το μακρινό 1994: «Με το ιδιότυπο χιούμορ του ο πατέρας του ελληνικού εθνικοσοσιαλισμού είχε αναρωτηθεί μήπως πρόκειται για τη Χρυσαυγή, την ερωμένη του Αλή Πασά».

Κωμική είναι και η εξήγηση που ο ίδιος ο Μιχαλολιάκος έχει δώσει για την ονομασία της οργάνωσής του. Αφού διαψεύδει κάθε σχέση με τον «σατανιστή» και «μασόνο» Κρόουλι, παραθέτει μια συγκεχυμένη ιστορία περί της «ομηρικής λέξης Ηώς», με την οποία είχε σκεφτεί αρχικά να βαπτίσει την ομάδα του. Επειδή, όμως, έπρεπε να τη μεταφράσει κατά τον Καζαντζάκη σε «ροδοδάκτυλη αυγή», τότε επιλέχτηκε η «Χρυσή Αυγή του Ελληνισμού».

Έχει ενδιαφέρον όμως το γεγονός ότι ο θεωρητικός του φασισμού εν Ελλάδι παραπέμπει σε μια λησμονημένη παλλακίδα του Αλή Πασά και όχι στην πασίγνωστη αποκρυφιστική εταιρεία, προς την οποία ο τεταρταυγουστιανός ηγέτης μάλλον θρέφει αντικρουόμενα συναισθήματα. Η μυστικιστική πτυχή του εθνικοσοσιαλισμού αποτελεί πράγματι αντικείμενο έντονης διαμάχης, έως και ρήξης, μεταξύ των ευρωπαϊκών νεοφασιστικών κινημάτων. Στους κόλπους τους υπερισχύει κατά κανόνα μια φονταμενταλιστική ερμηνεία του Χριστιανισμού.

Εξάλλου, ήδη την εποχή που το μήνυμα του Κρόουλι βρισκόταν στο απόγειό του στη δυτική Ευρώπη, ο Μπενίτο Μουσολίνι δεν δέχτηκε κανένα συμβιβασμό μαζί του. Το 1923, μόλις το φασιστικό καθεστώς είχε σταθεροποιηθεί, ο Ντούτσε φρόντισε να απελάσει τον Βρετανό μάγο από τη Σικελία, όπου το 1920 είχε εγκατασταθεί μαζί με τους οπαδούς του.

Η σικελική κατοικία του ήταν μια αγροικία που ο ίδιος αποκάλεσε με την ελληνική λέξη «Αβαείο Θέλημα» έξω από την πόλη Τσεφαλού (την αρχαία Κεφαλοίδιον). Η παρουσία και η δράση ενός σατανιστή σε ιταλικό έδαφος αποτελούσε πρόκληση για το φασιστικό κίνημα. Οι φασίστες ήταν ευθύς εξαρχής στενά συνδεδεμένοι με το καθολικό εκκλησιαστικό κατεστημένο, όπως αποδείχτηκε με την υπογραφή του κονκορδάτου ανάμεσα στο καθεστώς και στο Βατικανό το 1929.

Αποκρυφιστικές ρίζες

Η επιλογή της Χρυσής Αυγής να παραπέμπει ήδη από την ονομασία της στις βαθύτερες αποκρυφιστικές ρίζες του εθνικοσοσιαλισμού είναι σε απόλυτη συνέπεια με το ναζιστικό χαρακτήρα της οργάνωσης. Η επίγνωση του γεγονότος ότι ο εθνικοσοσιαλισμός έχει αφήσει ολέθριες αναμνήσεις στη χώρα μας, εξανάγκασε στα τελευταία χρόνια τους εκπροσώπους της οργάνωσης να αποκρύπτουν, μάλλον κακότεχνα, την ιδεολογική τους ταυτότητα πίσω από εκείνη των «εθνικιστών».

Αυτό γίνεται στη βάση μιας σοφιστείας που έχει επινοήσει ο Πλεύρης: οι φασίστες είναι οι Ιταλοί εθνικιστές, οι ναζιστές είναι οι Γερμανοί εθνικιστές, οι ίδιοι τυχαίνει να είναι Έλληνες, άρα δεν μπορούν να είναι ούτε φασίστες ούτε ναζιστές, παρά μόνον «Έλληνες εθνικιστές». Με την ίδια λογική, που αγνοεί ότι κάποια ιδεολογικά σχήματα έχουν την κακή συνήθεια να διαπερνούν τα σύνορα και να αποκτούν οπαδούς παγκοσμίως, οι κομμουνιστές δεν θα μπορούσαν παρά να είναι Ρώσοι, οι φιλελεύθεροι Βρετανοί και ούτω καθ’ εξής.

Είναι εμφανές ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας απόπειρας απόκρυψης της πραγματικής φύσης της οργάνωσης, ανάλογη με τα αυθεντικά ψεύδη που κατά καιρούς η Χρυσή Αυγή διαδίδει, προκειμένου να τεκμηριώσει κάποια υποτιθέμενη «ελληνική ταυτότητά» της. Τέτοιο ψεύδος, επί παραδείγματι, είναι ότι ο φασιστικός χαιρετισμός είναι στην πραγματικότητα δωρικός, ή ότι το παλαιότερο σύμβολο της οργάνωσης, το ναζιστικό Wolfsangel, είναι στην πραγματικότητα «το αρχαίο ξι της γραμμικής Β».

Blut, Ehre, Goldene Morgenroete

Από τα πολυάριθμα τεκμήρια που προκύπτουν από τη συνολική δράση και θεωρητική παραγωγή της οργάνωσης από την ίδρυσή της το 1980 και δώθε, αποδεικνύεται ο εθνικοσοσιαλιστικός χαρακτήρας της Χρυσής Αυγής. Αυτό το στοιχείο, όμως, από μόνο του δεν αρκεί για την απόκρουση και τον περιορισμό της απήχησής της σε λαϊκά στρώματα.

Εκείνο που ενδιαφέρει περισσότερο είναι να τεκμηριωθεί η απόσταση που διαχωρίζει τη γερμανικής εμπνεύσεως εθνικοσοσιαλιστική θεωρία της Χρυσής Αυγής από τον ελληνικό εθνικισμό, όπως διαμορφώθηκε ιστορικά. Με άλλα λόγια, υιοθετώντας πλήρως το γερμανικό εθνικοσοσιαλιστικό δόγμα, η Χρυσή Αυγή βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την ιστορική αντίληψη περί ελληνικού έθνους, σε όλες τις θεωρητικές αποχρώσεις που την χαρακτήρισαν από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.

Η Χρυσή Αυγή, ακόμη και στο πιο γνωστό σύνθημά της, μιλά για «αίμα» και «τιμή» (μετάφραση του Blut und Ehre της Χιτλερικής Νεολαίας). Παραπέμπει, δηλαδή, σε πρότυπα εντελώς ξένα και ασύνδετα με την ελληνική παράδοση. Το «αίμα» είναι σαφώς εκείνο της «αρίας φυλής» που προορίζεται να κυριαρχήσει τον πλανήτη, στη βάση των σκοτεινών αποκρυφιστικών προφητειών, των οποίων ο Χίτλερ ήταν φορέας και εκφραστής.

Η θεωρία του «αίματος»

Η θεωρία του «αίματος» αποκορυφώθηκε τον 19ο αιώνα στην πρώτη συγκροτημένη φυλετική θεωρία διατυπωμένη από τον Άρθουρ ντε Γκομπινό. Οι ρίζες της, όμως, βρίσκονται στο φεουδαρχικό κοινωνικό πρότυπο που αναπτύχτηκε στη Δυτική Ευρώπη από τον 5ο αιώνα. Το φεουδαρχικό σύστημα βασιζόταν στην αυστηρή ιεράρχηση των τιτλούχων και των φεουδαρχών, καθώς και στην κληρονομική μετάδοση του τίτλου και του αξιώματος.

Αυτό φαίνεται από τη μεσαιωνική και αναγεννησιακή εμμονή στα γενεαλογικά δέντρα των φεουδαρχικών οικογενειών. Σε αυτό το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο, λοιπόν, το «αίμα» είναι καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση και την ταυτοποίηση της άρχουσας τάξης, των υπηκόων, του κοινωνικού συνόλου και κατ’ επέκταση του ίδιου του λαού και του έθνους.

Στον ελληνικό κόσμο όμως η αντίληψη περί «αίματος» έρχεται σε πλήρη αντίθεση με αυτά τα πρότυπα. Στον δικό μας χώρο η έννοια του «αίματος» ποτέ δεν ξεπέρασε τη στενή αντίληψη του οικογενειακού πλαισίου: ο Έλληνας χαρακτηρίζει ως «αίμα του» μόνον τους συγγενείς πρώτου βαθμού.

Η εξήγηση είναι απλή: στην ιστορία του ελληνικού χώρου το δυτικό φεουδαρχικό σύστημα δεν απέκτησε ποτέ βαθιές ρίζες. Τόσο επί Βυζαντίου όσο και επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι τοπικοί άρχοντες ήταν κρατικοί αξιωματούχοι που διορίζονταν από την αυτοκρατορική Αυλή. Όλες οι προσπάθειες των αξιωματούχων αυτών να επιβάλουν την κληρονομική διαδοχή του τίτλου απέτυχαν.

Άρα η πολιτική σημασία του «αίματος» παρέμεινε περιορισμένη στα στενά πλαίσια της οικογενειακής πιστοποίησης, χωρίς καμία πολιτική σημασία. Το ίδιο συνέβη και με τους τιμαριούχους, η πολιτική επιρροή των οποίων ήταν έμμεση. Η πλούσια αυτή άρχουσα τάξη, σε αντίθεση με τους φεουδάρχες, δεν εντασσόταν δικαιωματικά ως τάξη καθεαυτή στο πολιτικό σύστημα της Αυτοκρατορίας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Μια συνεργασία με stavroslygeros.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here