«Αν ένας άνθρωπος υπήρξε το αδιαμφισβήτητα αγαπημένο παιδί της μητέρας του, διατηρεί σε όλη του τη ζωή το αίσθημα θριάμβου, την πίστη στην επιτυχία που συχνά οδηγεί πραγματικά στην επιτυχία»
Φρόιντ.

Της Μαρίας Πολίτη

Καθώς έπαιζε με το κινητό του, προσπαθώντας να ξεγελάσει την αφόρητη μοναξιά της νύχτας, τα μάτια του εντελώς τυχαία καρφώθηκαν σ’ αυτές τις σειρές. Και πιο πριν είχε δει πολλές αναρτήσεις, που είχαν σχέση με τη μητέρα, αλλά δεν είχε δώσει σημασία. Αυτά, όμως, τα λόγια μίλησαν κατευθείαν στην καρδιά του.

«Τι να ήταν σήμερα»; αναρωτήθηκε. Με σύμμαχο την τεχνολογία δεν άργησε να ανακαλύψει ότι ήταν η γιορτή της μητέρας. Γι’ αυτό και τόσες αναρτήσεις και τόσες ευχές για τις απανταχού μητέρες του κόσμου.

Αμέσως έφερε στο νου του τη δική του μητέρα. Αυτή, που ποτέ του δεν της είχε πει «Χρόνια πολλά», που ποτέ του δεν της προσέφερε ένα λουλούδι, που δεν της χάρισε μια τρυφερή αγκαλιά ή ένα πεταχτό φιλί. Η καρδιά του σφίχτηκε. Ένας ξαφνικός πόνος στο στήθος του υπενθύμισε ότι ήταν μόνος. Η αγωνία είχε μεγεθύνει τις κόρες των ματιών του κι ένας ανεξέλεγκτος ιδρώτας έλουζε το πρόσωπό του. Με αργά και αβέβαια βήματα κατευθύνθηκε στο μπάνιο, μήπως και νιώσει ανακούφιση στην επαφή του κρύου νερού με το δέρμα του. Άνοιξε αδέξια τη βρύση, γέμισε τις φούχτες του με νερό και με λαίμαργες κινήσεις το έριχνε πάνω του, λες και επρόκειτο να απαλλαγεί επειγόντως από κάποιο λεκέ. Το νερό της βρύσης δεν ήταν αρκετό. Γέμισε τη μπανιέρα και μπήκε μέσα ολόκληρος, σαν το νερό να είχε αναλάβει το ρόλο του οξυγόνου για το σώμα του. Έμεινε εκεί μέσα βουβός για μια ολόκληρη ώρα. Ο χρόνος είχε περάσει σε άλλη διάσταση. Μια ώρα για το συμβατό τρόπο μέτρησης του χρόνου, αλλά γι’ αυτόν είχε περάσει μπροστά από τα μάτια του όλη η ζωή του. Την μισή από αυτήν την είχε θάψει για τα καλά κάτω από τα καλοσιδερωμένα κοστούμια του, την κοσμική ζωή με τους μεγαλοδικηγόρους του κύκλου του και τις αλκοολούχες νύχτες που συντρόφευαν το μόνιμο κενό που έδρευε στην ψυχή του. Τα είχε όλα αλλά δεν είχε τίποτα. Όλα αυτά τα χρόνια μάταια προσπαθούσε να αποκοπεί από το παρελθόν του. Για κάποιο λόγο ήθελε να ξεχάσει τον τόπο καταγωγής του και πολύ περισσότερο να θάψει μέσα του τα παιδικά του χρόνια λες και κουβαλούσαν κάποιου είδους μεταδοτική ασθένεια, που θα μόλυνε την καθώς πρέπει ζωή του.

Τώρα, όμως, έγινε ξανά 10 χρονών. Το θυμάται σα να ‘ταν τώρα, που η ζωή ξεγλίστρησε μέσα από τα χέρια του. Η ξαφνική είδηση του θανάτου του πατέρα του από ανακοπή, ανέτρεψε τα πάτα. Η μάνα του αποφάσισε να επιστρέψουν στο χωριό, μιας και η ζωή στην πόλη ήταν δύσκολη χωρίς σταθερό μισθό. Η γνώμη του έτσι κι αλλιώς δε μετρούσε κι έτσι βρέθηκαν να ζουν κάπου στη Θεσσαλία. Ποτέ δε συμφιλιώθηκε με τη νέα του ζωή. Η μάνα του κάθε πρωί ξυπνούσε αχάραγα για να ανάψει το τζάκι, ώστε ο γιόκας της να μην ξεπαγιάζει τα κρύα πρωινά του χειμώνα και να του ετοιμάσει ένα ποτήρι ζεστό γάλα και μια φέτα ζυμωτό ψωμί με λίγο τυρί. Όλα τα έφτιαχνε μόνη της. Η φτώχια και η αναδουλειά δεν άφηναν περιθώρια για περιττά έξοδα. Ώσπου να ξυπνήσει ο γιος της έπρεπε να μαγειρέψει και να συγυρίσει το σπίτι γιατί οι δουλειές στα χωράφια δεν περίμεναν. Κι αυτός κάθε πρωί ξυπνούσε δίχως χαμόγελο, δίχως καλημέρα. Έπινε άκεφα το γάλα του και κατηφόριζε το ίδιο άκεφα για το σχολείο του.

Η μάνα του έπιανε νωρίς δουλειά στα χωράφια και γυρνούσε σπίτι κατά το σούρουπο. Κι αυτός κάθε μεσημέρι γυρνούσε μόνος στο άδειο σπίτι, έτρωγε το φαγητό του και στρωνόταν στο διάβασμα. Τότε μόνο ξεγελούσε τη μοναξιά του. Τα βιβλία ξόρκιζαν με κάποιο τρόπο τα φαντάσματα του παρελθόντος και τον βοηθούσαν να ξεφύγει από τη μονότονη ζωή του. Ήταν το δικό του μυστικό ταξίδι μακριά από τη μιζέρια της μονόχνοτης επαρχίας. Το είχε βάλει πείσμα. «Μια μέρα θα φύγω από ‘δω και δεν θα ξαναγυρίσω ποτέ», μονολογούσε. Έτσι κι έκανε. Στρώθηκε στο διάβασμα και πέρασε από τους πρώτους στη Νομική Αθηνών. Σπούδασε, έκανε μεταπτυχιακό στην Αγγλία και σήμερα δούλευε σε μια μεγάλη εταιρεία κινητής τηλεφωνίας που έδρευε μεταξύ Αθήνας και Ιταλίας. Τα ταξίδια έγιναν τρόπος ζωής. Δεν άφηνα περιθώρια για σκέψεις. Δεν επέτρεπαν διόδους προς το παρελθόν. Ζούσε μόνο το παρόν. Με τη μητέρα του είχε μια τυπική τηλεφωνική σχέση και με πρόφαση τις ανειλημμένες επαγγελματικές του υποχρεώσεις, δεν υπήρχε χρόνος έστω και για μια γρήγορη επίσκεψη στο πατρικό του σπίτι. Κάποιες από τις λιγοστές φορές που μιλούσαν στο τηλέφωνο, δε μπορούσε να ακούσει την καρδιά της που κόντευε να σπάσει, όταν άκουγε τη φωνή του στην άλλη γραμμή του τηλεφώνου. Το ίδιο δε μπορούσε να δει και την πίκρα στα μάτια της για τη σχεδόν εγκατάλειψη που ένιωθε. Τα καλώδια μεταφέρουν απλώς τον ήχο. Ένα τρέμουλο στη φωνή ή μια χαρακιά απογοήτευσης, δεν μεταδίδονται μέσω της τηλεσυχνότητας. Με το πέρασμα του χρόνου τα τηλεφωνήματα έγιναν σπανιότερα. Κι αν κάποια στιγμή είτε από γνήσιο ενδιαφέρον, είτε από ενοχές σήκωνε το ακουστικό για να τηλεφωνήσει, όλο κάτι τον διέκοπτε. Μια συνάντηση που δε μπορούσε να περιμένει ή κάποιος βιαστικός πελάτης «έμπαιναν» επιμελώς ανάμεσά τους. Η μάνα του, από την άλλη, είχε σεβαστεί την επιθυμία του να μην τον ενοχλεί σε ώρες εργασίας και ότι θα την έπαιρνε αυτός, μόλις θα έβρισκε λίγο χρόνο. Όμως ο χρόνος αυτός πάντα καθυστερούσε.

Τα χρόνια περνούσαν κι ερχόταν μέρες που δεν ήξερε αν η μάνα του ζούσε ή πέθανε. «Τελικά κράτησε την υπόσχεσή της» αναλογιζόταν κάτι τέτοιες στιγμές. «Δεν με ενόχλησε ποτέ, όπως της το είχα ζητήσει».

Μάνα ήταν κι αυτή κι όπως όλες οι μάνες ήξερε να αφουγκράζεται το παιδί της. Ήξερε ότι ποτέ δεν την είχε συγχωρέσει για την επιστροφή τους στο χωριό. Αυτή θεωρούσε υπεύθυνη για τα δύσκολα παιδικά χρόνια που πέρασε, για τη φτώχεια και το κρύο που έφαγε, για τα καλά ρούχα και παπούτσια που δε φόρεσε. Τι να έκανε όμως κι αυτή; Έκανε αυτό που θεωρούσε καλύτερο. Η ζωή στην πόλη ήταν ακριβή. Στο χωριό τουλάχιστον δεν είχε ενοίκιο και μπορούσε να δουλεύει στα χωράφια με τα καπνά και τα βαμβάκια, για να τα βγάλει πέρα. Άλλα εφόδια για τη ζωή δεν είχε, παρά μόνο τα δυό της χέρια. Αυτά τα χέρια όπως και το πρόσωπό της είχαν μεταλλαχτεί με το πέρασμα των χρόνων. Τα δάχτυλά της είχαν γεμίσει κόμπους από την κούραση και το πλύσιμο των ρούχων, καθώς ένα πλυντήριο έμοιαζε μακρινό όνειρο. Τέτοιες μικρές ανέσεις δεν χωρούσαν στη ζωή της. Είχε ένα παιδί να αναθρέψει. Μόνη της. Έπρεπε να μαζέψει χρήματα για τα φροντιστήρια στην τελευταία τάξη του λυκείου και για τα έξοδα της φοιτητικής του ζωής. Ήθελε ο γιος της να αφοσιωθεί στις σπουδές του και να μη γνωρίσει το σκληρό πρόσωπο της ζωής, όπως είχε συμβεί σ’ αυτήν.

Αλήθεια, ποτέ του δεν αναρωτήθηκε πως η μάνα του κατάφερνε πάντα να τα βγάζει πέρα. Μέσα στο θυμό και την αδικία, που είχε εισπράξει από την μέχρι τότε ζωή του, δε μπορούσε να συλλάβει τις θυσίες της μάνας του. Τα έβρισκε όλα φυσικά. Κάποια πράγματα που δε μπορούσαν να είναι δεδομένα γι’ αυτόν, η μάνα του είχε καταφέρει να τα πασπαλίσει με λίγη χρυσόσκονη και είχε κρατήσει γι’ αυτήν τη σκουριά του πόνου και των χρόνων. Η νιότη της είχε οξειδωθεί στην υγρασία των πρωινών και είχε αφυδατωθεί από τις ατελείωτες ώρες δουλειάς κάτω από τον καυτό ήλιο στα χωράφια. Σκλήρυνε την καρδιά της και έγινε ένα είδος γερού τοίχου που απορροφούσε αγόγγυστα τους κραδασμούς της ζωής. Το πρόσωπό της γέρασε απότομα. Οι ρυτίδες από τη στεναχώρια και τις αμέτρητες ώρες εργασίας στα χωράφια της είχαν ρουφήξει και την τελευταία σταγόνα γλυκύτητας και ομορφιάς. Πέτρα τα μάτια της, πέτρα και η καρδιά της. Άλλωστε δεν έπρεπε να δώσει το παραμικρό δικαίωμα να σχολιαστεί το όνομά της στην κλειστή κοινωνία που ζούσε. Μόνη της έγνοια το παιδί της. Αυτό να φύγει, να γλιτώσει κι όλα τα άλλα δεν είχαν σημασία. Στα μάτια της η επιτυχία του γιου της ήταν δεδομένη. Τον πίστευε. Στο βλέμμα της έκαιγε η σπίθα του θριάμβου και ας μην του το είχε πει ποτέ. Δεν ήταν καλή με τα λόγια. Δε μπορούσε να ταιριάξει σωστά τις λέξεις κι ας πνιγόταν από αγάπη. Μπορούσε, όμως, να κάνει τα πάντα γι’ αυτόν και τα έκανε. Και να που ήταν ένας πετυχημένος δικηγόρος. Τον καμάρωνε κρυφά και προσευχόταν γι ‘αυτόν κάθε μέρα. Χαλάλι η κούραση και η αγωνία που τράβηξε μέχρι να τον μεγαλώσει. Είχε βγάλει το χρέος της στην κοινωνία κι ας είχε στραγγίσει η ζωή της από κάθε χαρά και προσμονή. Γιατί τώρα δεν είχε τίποτα άλλο να περιμένει. Στα πιο κρυφά της και ανέλπιστα όνειρα τον φανταζόταν να περνάει το κατώφλι του σπιτιού γεμίζοντας το δωμάτιο οξυγόνο. Όμως είχε μάθει καλά να μην έχει απαιτήσεις από τη ζωή. Έτσι κούρνιαζε την καρδιά της κάθε βράδυ μέσα στη μοναξιά της αλλά με την βεβαιότητα ότι είχε πράξει το σωστό.

Τελικά η μοναξιά είχε την ίδια γεύση και για τους δύο. Τι ήταν αυτό που είχε σταθεί ανάμεσά τους; Τα λόγια που ποτέ δεν ειπώθηκαν; Τα αισθήματα που δεν βρήκαν την ευκαιρία να ειπωθούν με λέξεις τρυφερές; Ή η ίδια η ζωή που παρασέρνει μαζί με τις απαιτήσεις της και κάθε μικρή καθημερινή χαρά; Όλα πρέπει να ακολουθούν τους χαραγμένους δρόμους της βεβαιότητας, έτσι ώστε να μπορούμε να ζυγίζουμε τις καταστάσεις και να ξέρουμε πως συμφέρει να φερθούμε. Να, όμως, που τα αγεφύρωτα χάσματα, που χτίζει η συνήθεια, είναι ικανά να διαλύουν ψυχές και ζωές.

Η αγάπη της μάνας, από τη μια, ακούραστη, ανιδιοτελής, αγνή, πάντα έτοιμη να δώσει, χωρίς να ζητάει, πάντα έτοιμη να συγχωρέσει, χωρίς να απαιτεί. Έτσι είναι η αγάπη της μάνας, δε γνωρίζει από περιορισμούς ή δυσκολίες, δε γνωρίζει χρόνο, τόπο, ηλικία, δεν την επηρεάζουν οι περιστάσεις και οι συνθήκες της ζωής. Έτσι είναι η μάνα, ένας φύλακας άγγελος, η ευθύνη που αγρυπνά, η δύναμη που κινεί τα νήματα, είναι το χαμόγελο, το χάδι, η αόρατη φτερούγα που περιφράζει τα όνειρά μας και η ευωδιά του γιασεμιού των παιδικών μας χρόνων.

Πώς αλλιώς να πει μια μάνα στο παιδί της πως το λατρεύει;

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here