Είναι πραγματική ευλογία να ανοίγω κάθε μέρα πόρτες και παράθυρα στο φως της καταγάλανης θάλασσας. Η πρωινή αύρα μυρίζει ιώδιο κι αλάτι. Ένα λεπτό στρώμα υγρασίας έχει για λίγο σκεπάσει τα γήινα. Η θάλασσα ατάραχη, πραγματική αρχόντισσα έχει τον τρόπο της να επιβάλλεται. Και συλλογιέμαι ότι μόνο αυτή δεν άλλαξε. Συνεχίζει τα παιχνίδια της με τον ήλιο και τον αέρα. Οι κορυφές των ανεπαίσθητων κυμάτων της χρυσίζουν κάτω από τον μεστωμένο ήλιο. Ο αέρας άλλοτε να ημερεύει και άλλοτε να αγριεύει την ψυχή της. Τίποτα δεν έχει ακυρώσει τη συμφωνία της φύσης με τον Θεό κι όμως έχουν αλλάξει πολλά.

Της Μαρίας Πολίτη

Οι άνθρωποι μοιάζουν αλλιώτικοι. Είναι ίδιοι, μα όμως αλλιώτικοι. Αν και η καθημερινότητα παλεύει να κρατήσει τους ρυθμούς της, ασώματες δυνάμεις φαίνεται να έχουν προκαλέσει διαρροές στην κατά τ΄ άλλα απρόσκοπτη ροή της ζωής. Οι συνήθειες των ανθρώπων έχουν αλλάξει. Φόβος ονομάζεται ο νέος τους συγκάτοικος. Μ΄ αυτόν κοιμούνται και ξυπνούν. Όλοι γι΄ αυτόν μιλούν. Υποσυνείδητα, αρχίζουν εξομολογητήριες καταθέσεις ψυχής λες και ψάχνουν κάποιον να πουν τον πόνο τους. Αμαρτία εξομολογούμενη ουκ έστιν αμαρτία. Μα αλήθεια τώρα. Είναι αμαρτία να φοβάσαι;

    Εντάξει, το παραδέχομαι, το ξέρω ότι ο φόβος δεν ταιριάζει στην περπατησιά μας, μα αυτό που ζούμε είναι κάτι πέρα από αυτό. Ο απόηχος όλων όσων ζήσαμε τους τελευταίους μήνες σφυρίζει ακόμα στ΄ αυτιά μας το τραγούδι του κινδύνου. Ωστόσο, αυτό που μας τρομάζει περισσότερο είναι ότι απέναντί μας  σαν «απειλή» βλέπουμε τον ίδιο τον  άνθρωπο. Αυτόν που μέχρι χθες ήταν ο φίλος, ο συγγενής ή ο γείτονάς μας.  Αυτόν που χωρίς δισταγμό δίναμε το χέρι για να τον χαιρετήσουμε ή αδείλιαστα βάζαμε στο σπίτι μας για έναν καφέ. Κρατάμε τις αποστάσεις, βάλαμε ανάμεσά μας ένα φράγμα γιατί πρέπει να προστατευτούμε. Το καταλαβαίνω. Κι εγώ αυτό κάνω. Φοβόμαστε να αγκαλιάσουμε και να φιλήσουμε αγαπημένα πρόσωπα. Η αδρεναλίνη φαίνεται να κερδίζει, προς το παρόν, τη μάχη με την ενδορφίνη. Το μεσογειακό μας ταπεραμέντο πρέπει να μπει σε αναστολή. Όμως αυτό το καλοκαίρι κρύβει μέσα του μια απίστευτη μελαγχολία.

   Τι νόημα έχει ν΄ακούς τα τζιτζίκια αν δεν έχεις ανθρώπους γύρω σου να μοιραστείς τα ημιτόνια και τις συγχορδίες τους;

   Τι νόημα έχει ν΄ακούς το βουητό της μέλισσας αν δεν μπορείς να το μοιραστείς με φίλους στο μπαλκόνι διαφωνώντας με θέρμη για ασήμαντα ζητήματα;

   Θέλω πίσω τα καλοκαίρια μου! Θέλω τα καλοκαίρια μου κατακόκκινα όπως τα ώριμα καρπούζια, γλυκά και ζουμερά. Να τα τρως και να φτύνεις τα κουκούτσια. Δεν θέλω καρπούζια χωρίς κουκούτσια ή κίτρινα καρπούζια ή κομμένα στη μέση. Τα θέλω ολόκληρα.

    Θέλω  τα καλοκαίρια μου κατακόκκινα όπως την ανατολή και τη δύση του ήλιου. Το ξέρω πως ο ήλιος κινεί τη ζωή, μα εγώ θέλω να την αναστήσει. Να φέρει πίσω την ξεγνοιασιά, τα γάργαρα γέλια και τις πολύβουες συζητήσεις γύρω από ένα τραπέζι με κρύες μπύρες και όλα αυτά λυτρωμένα από τον φόβο και την καχυποψία και όχι απλώς εξωραϊσμένα υπό το πρίσμα της πολυπόθητης κανονικότητας.

   Θέλω τα καλοκαίρια μου διάτρητα κι ανθεκτικά σαν τα ψάθινα καπέλα. Να αναπνέουν αχόρταγα τον αέρα μα και ν΄αντέχουν τις ιδιοτροπίες του. Αυτός να τα παίρνει μακριά κι εσύ να τα κυνηγάς μόλο που οι πατούσες σου σε πεθαίνουν απ΄ τον  πόνο πάνω στις πέτρες. Ύστερα να γυρίζεις στη θέση σου με το τρόπαιο του νικητή στο κεφάλι.

   Κοντολογίς  θέλω πίσω τη ζωή, όπως την ήξερα.

    Πριν από λίγες μέρες «αναγκάστηκα» να πάρω το  λεωφορείο. Είναι κάτι που είχα να το κάνω χρόνια. Μπήκα, λοιπόν, φορώντας τη μάσκα μου και ύστερα από κάποιες αμήχανες ματιές κατάφερα να εντοπίσω μια «ασφαλή» θέση. Το δρομολόγιο ξεκίνησε. Ο οδηγός, λάτρης των λαϊκών σουξέ κατά τα φαινόμενα, φρόντισε να συνοδέψει την σιωπή μας με γνωστά νταλκαδιάρικα τραγούδια. Αν και δεν είμαι οπαδός του συγκεκριμένου είδους, ωστόσο ένας στίχος ήρθε και σφηνώθηκε για μέρες στο μυαλό μου. «Λύκος η μοναξιά μου που ουρλιάζει», κάνοντάς με να σκεφτώ ότι κάπως έτσι γίναμε όλοι μας. Σαν μοναχικά ζώα που η ψυχή τους έχει αγριέψει. Κάθε σιωπηλός επιβάτης έμοιαζε να κάθεται σκόπιμα χώρια από τους άλλους, σα να ήταν κάθε σιωπηλός πόνος ένα νησί ακατοίκητο.

   Τις απαισιόδοξες σκέψεις μου ήρθαν και σκόρπισαν οι φωνές μιας παρέας παιδιών που καθόταν λίγο πιο πίσω.

– «Πού θα πάμε σήμερα για μπάνιο;»
– «Πού να πάμε ρε; Στο γνωστό μέρος».
– «Πάλι στα ίδια; Δεν βαρεθήκατε»;
– «Καλά, τρελός είσαι ρε; Εγώ αυτή την παραλία δεν την αλλάζω».
– Εγώ πάντως βαρέθηκα. Λέω να πάμε…».

     Και κάπως έτσι συνεχίστηκε η κουβέντα, ώσπου κατέβηκαν από το λεωφορείο, χωρίς να έχουν αποφασίσει σε ποια παραλία θα πήγαιναν. Κι εδώ που τα λέμε λίγη σημασία έχει. Σημασία έχει ότι θα ένωναν τις φωνές τους πάνω από τα βότσαλα και θα ξεδιψούσαν τη ζέστη τους με βουτιές και πειράγματα.

    Κοντεύει να πέσει το βράδυ. Αφού άφησα τη θάλασσα να ξεπλύνει φόβους και ενοχές στα εξιλαστήρια νερά της, προσπαθώ να εξαγνίσω την ψυχή μου με εικόνες και χρώματα του δειλινού. Πάλι η φύση θα κάνει τη δουλειά της. Πάλι ο Θεός τραβά τη ματαιότητα στο παρασκήνιο και ανοίγει τη μεγάλη αυλαία εντός μου. Εντός μου και μπροστά μου μόνο η θάλασσα. Μ΄ αυτήν θα πορεύομαι. Πότε με νηνεμία, πότε με τρικυμία. Κι όταν ο θεός Ποσειδώνας θα κουνάει απειλητικά την τρίαινά του, εγώ θα προσεύχομαι στον δικό μου Θεό.

«Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη. Μα πού γύριζες;»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here