O Stephen King, το Maine, η ταινία και ο συντηρητισμός των ΗΠΑ

O εχθρός αυτή τη στιγμή… η συντριπτική πλειοψηφία που μπαίνει τώρα στην πολιτεία είναι έγχρωμοι ή ισπανικής προέλευσης άνθρωποι. Αυτό είναι γεγονός. Και όταν πας στον πόλεμο, πυροβολείς τον εχθρό».

Ποιος, ωστόσο, ο λόγος που αναφέρουμε αυτό το παραλήρημα – που είναι μια ξεκάθαρη πολιτική άποψη και όχι παραλήρημα – του κυβερνήτη Paul LePage της πολιτείας του Maine, σε μια ταινία που φαινομενικά έχει να επιδείξει αποκλειστικά τρόμο για τους… κλόουν; Μπορεί η «κλοουνοφοβία», – όπως ονομάζεται η φοβία μπρος σε ό,τι μοιάζει περίπου ανθρώπινο αλλά διαφέρει ανεπαίσθητα στις εκφράσεις κάνοντας το έτσι κάτι το διαφορετικό, απρόσιτο, ενοχλητικό ή και ανατριχιαστικό – να γίνεται ο παράγοντας, το εργαλείο που (και) αυτή η ταινία χρησιμοποιεί για να κινήσει τις χορδές φόβου σε όλους μας, αλλά εδώ υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά: ο συγκεκριμένος κλόουν, ο Pennywise – ενώ προφανώς και αδυνατεί να εκμαιεύσει την χαρά σε κάποιο παιδικό πάρτι με τέτοια φρικιαστική οδοντοστοιχία που έχει -, δεν αποτελεί βεβαίως μια γελοία παραφυσική απειλή δίχως λόγο και αιτία αλλά βρίσκεται με λόγο και αιτία συγκεκριμένα στο Maine παρενοχλώντας και μασουλώντας ανυποψίαστα ή και ανυπότακτα παιδιά.

5916257134_5754b35fba_b

Γι’ αυτό τον λόγο, δεν θα ασχοληθούμε και τόσο με τις κόκκινες μύτες και τα ζωγραφιστά χαρμόλυπα χαμόγελα στα τσίρκο που ο Bob Dylan θα χαρακτήριζε ως ένα εξαίσιο σκηνικό για να «πουλάνε καρτ-ποστάλ των κρεμασμένων (μαύρων, θα προσθέσω)», αλλά με την πολιτεία την ίδια, όπου το βιβλίο του Stephen King και η ταινία τοποθετούν την ιστορία τους: Αποτελεί τη βορειότερη πολιτεία των Ηνωμένων Πολιτειών. Είναι η πολιτεία που οι λευκοί, οι πουριτανοί λευκοί κάνανε ανέκαθεν κουμάντο. Στη πόλη Salem καίγανε τον 17οαιώνα «μάγισσες», γεγονός που υπογραμμίστηκε ως η πρώτη «μαζική υστερία» του (λευκού) πληθυσμού στην ιστορία των ΗΠΑ. «Μαζική υστερία» που μεταφράστηκε αργότερα στην πρώτη πορεία, μέρα μεσημέρι – δίχως τις επικίνδυνα κιτς δάδες και τους φλεγόμενους σταυρούς της δηλαδή – της Κου Κλουξ Κλαν το 1923. Στην υπεράσπιση, λίγα χρόνια αργότερα, του γνωστού σε όλους Μακάρθι. «Μαζική υστερία» που την υποθάλπουν ξανά κάτι επικίνδυνοι κυβερνήτες όπως ο LePage που επιδιώκουν να εκτελούνται οι μαύροι και οι λατινοαμερικάνοι διότι η παρουσία τους αποτελεί casus belli για την περιοχή. Μαζική υστερία, εκμοντερνισμένη που δεν μας κάνει και τόση εντύπωση.

Η πολιτεία Maine λοιπόν, όπου το 95% του πληθυσμού είναι λευκοί καθώς επιβλήθηκαν χιλιάδων χρόνων γηγενή πολιτισμού με συνέπεια μονάχα 0,6%απογόνων ινδιάνων να έχει απομείνει. Όπου έχει συντελεστεί μια γενοκτονία ηθών, γλωσσών, εθίμων και ιστορίας. Η πολιτεία, επίσης, όπου ο πληθυσμός των μαύρων φτάνει το «εντυπωσιακό» ποσοστό του… 1,1%,με ποσοστό φτώχειας στις τάξεις του 46% (όταν αντίθετα στον λευκό πληθυσμό είναι 14%!). Θα ήταν παράλογο, εξάλλου, να είναι μεγαλύτερο το ποσοστό «εχθρών» που έχει παρεισφρήσει στο κατάλευκο Maine μέσα στα χρόνια, καθώς οι μαύροι που θα κατάφερναν να φτάσουν μέχρι εκεί, θα έπρεπε πρώτα να υπερνικήσουν τις τεράστιες αποστάσεις, τους χιλιάδες δουλέμπορους και τους μετέπειτα επιχειρηματίες, τα εκατοντάδες κυνηγόσκυλα τους και τις αμέτρητες κρεμάλες τους. Με δυο λόγια, πράγμα αδύνατο. Πιο αδύνατο και από το να υπήρχε πραγματικά ένας αθάνατος κλόουν serial killer παιδιών που ζει στους υπονόμους και δεν ξεβάφει το μακιγιάζ του με τίποτα. Να γιατί η ζωή είναι πολύ πιο φρικιαστική από το κάθε θρύλο, κάθε παραμύθι, κάθε ταινία, κάθε αφήγηση.

23229

O κλόουν ως κοινωνική φοβία…

«Ο εχθρός αυτή τη στιγμή» λοιπόν… είναι το 1,1%. Ποσοστό ηθικά βολικό για το εσαεί «κυνήγι μαγισσών» έγχρωμο και μη, μαύρο ή κόκκινο ή κίτρινο. Μια τέτοια ισχνή μειοψηφία είναι προφανώς εύκολος στόχος. Σε κανέναν δεν καίγεται καρφί. Και όταν κατασκευάζεται ένας υποτιθέμενος εχθρός – όσο μειοψηφικός και να είναι -, γεννιέται και συντηρείται μια κρατούσα κοινωνική τρομοκρατία. Δεν μου φαίνεται διόλου περίεργο λοιπόν που εκεί ακριβώς, σε ένα τέτοιο πλαίσιο «δημοκρατίας» και «ελευθερίας», όπως το ορίζουν, εμφανίζεται – μέσα στους υπονόμους όπου όλα τα σκουπίδια και τα περιττώματα και όλα τα άχρηστα πετιούνται – ο Pennywise. Ο τρομερός κλόουν που σπέρνει τον φόβο και τον πανικό στα παιδιά που μεγαλώνουν σε αυτό το περιβάλλον.

Δεν μπορώ παρά να θέλω να σφίξω το χέρι, λοιπόν, του Stephen King για την ευφυία του να τοποθετεί το συγκεκριμένο έργο εκεί – όπως και πολλά άλλα έργα του – που δίχως αυτή την χωρική τοποθέτηση η ταινία, όπως και το βιβλίο, θα έμοιαζε με ένα παιδικό παραμυθάκι όπως αυτά για να συνεφέρουν τα άτακτα παιδιά (που όντως τα παραμύθια έτσι λειτουργούν αλλά ο Stephen King μάλλον προσπαθεί να συνεφέρει την συλλογική συνείδηση των συμπατριωτών του). Κι όμως είτε ταινία για παιδιά είτε για ενήλικους, ο Pennywise, είναι βαμμένος για να συμβολίζει τον ίδιο μικροαστικό φόβο που κυριαρχεί στην σύγχρονη κοινωνία. Τον φόβο απώλειας των κεκτημένων. Τον φόβο διατάραξης της τάξης και ασφάλειας. Την συλλογική ενοχή. Τον κοινωνικό ρατσισμό. Την διάλυση της πυρηνικής οικογένειας που θεσμοθετείται μετά θεσμών και ηθών στις ΗΠΑ. Η κοινωνική τρομοκρατία που είπαμε.

… ή ο κλόουν ως μέσο συνειδητοποίησης

«Μην αντιμιλάς, θα έρθει να σε φάει ο μπαμπούλας», λένε στα δικά μας χωριά. Και τα «ευνουχισμένα» και περιθωριοποιημένα παιδιά που αποστερούνται πλήρως την αθωότητα τους και την παιδικότητα τους, κακοποιημένα, καταπιεσμένα, στην γωνιά τιμωρημένα σωματικά και ψυχικά από τους γονείς τους και την κοινωνία, που αντί να τα υποστηρίζει τα αφήνει αβοήθητα να «επιπλέουν» στους οχετούς της ανημποριάς, της ευσέβειας, του φόβου, της καθυπόταξης, κάνουν μόκο και φαντάζονται εφιαλτικούς κλόουν να τους κυνηγάνε και να τους τρώνε ζωντανούς. Είναι παιδιά. Η φαντασία τους δημιουργεί και μεγεθύνει ένα placebo, ένα υποκατάστατο γιατί αδυνατούν, τους απαγορεύουν να δούνε την πραγματικότητα, την αλήθεια. Ζούνε σε ένα εφιαλτικό παραμύθιασμα. Ο κλόουν Pennywise κάνει έτσι το νούμερο του, μέσα από την τραυματισμένη τους συνείδηση.

Και ενώ ο Pennywise είναι το σύμβολο του κοινωνικού φόβου, μετατρέπεται ταυτόχρονα και σε εργαλείο συνειδητοποίησης του χρόνια ταϊσμένου κουτόχορτου. Και αυτή η διττή του ιδιότητα είναι κάτι το σπουδαίο αφηγηματικά και διανοητικά. Χαρμολύπη των κλόουν, είπαμε. Συνύπαρξη δυο εκφράσεων (και εκφάνσεων) σε μία.

 IT-ESO

Μια ευρηματική σκηνοθετική τοποθέτηση μέσα στο καθόλα συμβατικό

Κριτική περαιτέρω της ταινίας είναι άνευ ουσιαστικής σημασίας. Η ταινία, προφανώς και ενσωματώνει πολλά κλισέ αφηγηματικού τρόμου – όπως πολλές ταινίες της σειράς -, έχει ένα κλασικό happy end, έχει επιφανειακούς χαρακτήρες, κάνει μια αδιάφορη κινηματογραφική προσέγγιση. Όμως μέσα στην μετριότητα, περιέχει κάτι το ευρηματικό και ιδεολογικά ενδιαφέρον: Ο κλόουν μοιάζει ελάχιστα τρομαχτικός, ελάχιστα απειλητικός σε σύγκριση με τη ρεαλιστικά δοσμένη βία που ασκείται στα παιδιά από τους ίδιους τους γονείς που τα δασκαλεύουν και τα υποτάσσουν στην φρονιμάδα. Αυτή η εικαστική και θεματική παρέμβαση του σκηνοθέτη και σεναριογράφου την ανεβάζει σε ένα διαφορετικό επίπεδο. Ταυτόχρονα με το όλο προαναφερθέν κοινωνικό, ιστορικό και πολιτικό κάδρο κάνει την ταινία να αξίζει της προσοχής μας, εφόσον την παρακολουθήσουμε υπό αυτή την οπτική.

Τι είναι τελικά το «Αυτό»;

Πως αλλιώς όμως θα μπορούσε να ερμηνευτεί, να είναι το «Αυτό» από την στιγμή που γίνεται μέσο συνειδητοποίησης; Ο τρόμος μπροστά, ίσως, στην κοινωνική βία. Ο τρόμος μπροστά στην συλλογική αδιαφορία που μετατρέπεται αβίαστα σε συλλογική ενοχή. Ο τρόμος συνειδητοποίησης καθώς γνωρίζουμε για την φρίκη, αιώνες τώρα, βαμμένη πάνω στο κάδρο της κοινωνίας. Ένα εργοστάσιο, μαθαίνουμε από την πλοκή, πως εκρήγνυται με 102 νεκρούς εκ των οποίων 88 παιδιά και κανείς δεν το αναφέρει. Παραμένει μια στάμπα μονάχα σε μια γωνιά εφημερίδας και… στο αρχείο. Η ζωή όμως πρέπει και συνεχίζει να κυλάει. Το καλοκαίρι φθάνει. Μια ομάδα παιδιών παίζουν ανενόχλητα στους δρόμους. Χτυπάνε, ερωτεύονται, μαλώνουν. Είναι παιδιά, εξάλλου. Ο κλόουν εμφανίζεται αλλά αυτή την κατασκευασμένη απειλή, την αποσαθρώνουν. Αναγκάζονται να δούνε με μάτια ανοιχτά. Σπάνε τις αυταπάτες, κοιτάζουν πίσω από το μακιγιάρισμα. Οι ανήμποροι μετατρέπονται σε ισχυρούς. Οι καταπιεσμένοι απελευθερώνονται. Συνενώνονται και δεν «επιπλέουν» ηττημένοι όπως απαιτεί, ως κοινή παραδοχή, ο Pennywise «εδώ κάτω όλοι» να «επιπλέουν».

Η κοινωνία λειτουργεί το δικό της τσίρκο. Θα δεχτούμε ως δώρο το κόκκινο μπαλόνι χαμογελώντας μπρος στο πάντα παρόν μακελειό μας ή απλώς θα το σκάσουμε;

Πηγή: www.toperiodiko.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here