Η γερμανική, αλλά κυρίως η ιταλική κατοχή, η οποία αφορούσε στην περιοχή της Καστοριάς από το 1941 και μετά, τα??τίστηκε στη μνήμη του λαού, πρωτίστως, με τα αντίποινα κατά του άμαχου πληθυσμού.
Οι Κατοχικές Δυνάμεις επικαλούνταν το αξίωμα της «συλλογικής ευθύνης» για να αιτιολογήσουν τη χρήση βίας κατά των αμέτοχων πολιτών, τους οποίους θεωρούσαν συνένοχους των αντιστασιακών ομάδων. Άμαχοι και αντάρτες είχαν εξισωθεί. Στις αρχές του 1943 η σταδιακή ιταλική κατάρρευση ενέτεινε τη σκληρή αντιμετώπιση του άμαχου πληθυσμού, προκειμένου να ανακτηθεί το χαμένο κύρος και ο έλεγχος της κατάστασης, καθώς η αντιστασιακή δράση είχε αναπτυχθεί.
Έτσι, τον Απρίλιο του 1943 στο Βογατσικό Καστοριάς, στην περιοχή «Μελίσσι» ή «Προσήλιο» φονεύθηκαν από τους Ιταλούς δεκατρείς άντρες, ως αντίποινα για το θάνατο δύο Ιταλών στρατιωτών από τους αντάρτες, στο χωριό Δρυόβουνο. Οι περισσότεροι φονευθέντες ήταν κτηνοτρόφοι, οι οποίοι όπως κάθε μέρα ανέβαζαν τα ζώα τους στο βουνό για βοσκή. Λιγότεροι απ΄αυτούς ήταν οικογενειάρχες που κατέφυγαν στις σπηλιές της περιοχής για να προστατέψουν τα παιδιά τους ,καθώς ,είχαν μάθει πως τμήμα του ιταλικού στρατού θα περνούσε από το Βογατσικό. Το πρωϊνό της Κυριακής 4 Απριλίου 1943 το βουνό κατακλύστηκε από Ιταλούς «αλπινιστές», οι οποίοι συνέλαβαν αρκετούς άντρες. Δεκατρείς από αυτούς οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα μετά από μια υποτυπώδη ανάκριση. Λίγο πιο νωρίς σκοτώθηκε από ιταλικά πυρά, ο Θανάσης Τσιαπατόρης ο οποίος έρχονταν με τον Κώστα Νασιόπουλο (αντάρτες και οι δύο) από το Γέρμα στο Βογατσικό.
Δημ. Σχολείο Βογατσικού, 1929 Δάσκαλος: Αθανάσιος Δούφλιας από Γέρμα. Δεύτερη σειρά, 3ος από αριστερά ο Δημήτριος Παρασκευάς. Καθιστός, 1ος από αριστερά ο Αθανάσιος Τσιαπατόρης
Οι άντρες του χωριού που είχαν οργανωθεί στην αντίσταση έφυγαν στο βουνό και τα βράδια διανυκτέρευαν στο εκκλησάκι του Άι Λια. Εκεί άναβαν μεγάλες φωτιές και συζητούσαν για τα τελευταία γεγονότα . Οι Ιταλοί μετά τη μάχη στο Φαρδύκαμπο και τις νίκες των αντιστασιακών μετακίνησαν μεγάλο τμήμα στρατού, από τη Θεσσαλία προς τη Δυτ. Μακεδονία, με σκοπό να καταστείλουν τις αντιστασιακές ενέργειες, καίγοντας και λεηλατώντας χωριά και πόλεις. Το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μάρτη, όπου στη Νεάπολη μαίνονταν οι μάχες μεταξύ Ιταλών και ανταρτών, οι κινήσεις στο απέναντι βουνό, στο Βογατσικό, γίνονταν αντιληπτές από τους Ιταλούς, καθώς δεν ήταν λίγες οι οικογένειες οι οποίες εγκαταστάθηκαν στις σπηλιές. Πολλοί κάτοικοι είχαν φύγει στα χωριά Βλάστη και Σισάνι αλλά και στις γύρω περιοχές Σάντοβο, Μούζγκα, Λουν, όπου είχαν στάνες και καλύβες πρόχειρα φτιαγμένες. «Οι αντάρτες μας έλεγαν πως έπρεπε να φύγουμε απ΄το χωριό κι ότι η παραμονή στα σπίτια μας θα σήμαινε προδοσία. Στο χωριό είχαν απομείνει μόνο γριές και γέροι για να φυλάγουν τα σπίτια». Οι βοσκοί συνέχισαν να βγάζουν τα πρόβατά τους για βοσκή, όπως κάθε μέρα, γιατί, πολλοί απ΄αυτούς δεν είχαν την αίσθηση του φόβου καθώς, στο παρελθόν είχαν καλές σχέσεις με τους Ιταλούς που περνούσαν για ελέγχους ανά τακτά χρονικά διαστήματα από το χωριό.
Το πρωϊνό της 4ης Απριλίου, ήταν ηλιόλουστο, αλλά «φυσούσε τρομερός αέρας». Ο Κώστας Βαϊνάς από τον Άϊ Λια κάνοντας τα χέρια του χωνί, φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε: «έρχονται οι Ιταλοί, έρχονται οι Ιταλοί»! Οι Ιταλοί μέσα σε λίγη ώρα είχαν «καταλάβει τα υψώματα στον Άϊ Λια, το Καστρί, το Κουκούλι, για να προστατέψουν το στρατό που θα περνούσε τακτικά σε λίγο». Εκείνη την ώρα σκοτώθηκε και ο θανάσης (Τσέλιος) Τσιαπατόρης από ιταλικά πυρά, καθώς έρχονταν από το Γέρμα με τον Κώστα Νασιόπουλο. (Ήταν αντάρτες αυτοί και είχαν διασυνδέσεις εκεί).Ο Κώστας Νασιόπουλος μετά από μια επεισοδιακή καταδίωξη κατάφερε να διαφύγει μένοντας όλη μέρα στα νερά της ντριστέλας, στο κτήμα του Τακαντζιά.
Οι Ιταλοί κάποια στιγμή, συγκέντρωσαν τους βοσκούς στον Άι Λια. Εκεί ήταν και μικρά παιδιά, πολλά απ΄τα οποία ανέκριναν. Στη σπηλιά είχαν βρει καταφύγιο οι οικογένειες του παπα Κώστα Μπότσαρη, του Νίκου Παρασκευά και του Χρήστου Κανδύλη. « Ήμασταν στη σπηλιά με τον παπα-Κώστα και τα κορίτσια του, τη Θαλίτσα και την Κατίνα. Μέρες εκεί.
Ήταν κι ο Παρασκευάς με τα παιδιά του. Η Τούλα, η Μαρίκα, η Θωμαίτσα κι ο Τάκης που τον σκότωσαν. Ήταν είκοσι χρονών. Ένα πολύ καλό παιδί». Στη συνέχεια οι γυναίκες και τα παιδιά με τη συνοδεία μοτοσικλετιστή έφτασαν στην πλατεία του χωριού ενώ οι τρεις άντρες παπα Κώστας, Τάκης Παρασκευάς και Χρήστος Κανδύλης έμειναν πίσω. «θα τους κάνουμε κάτι ερωτήσεις και θα γυρίσουν, μας είπαν». Συγκέντρωσαν τους άντρες στον «Πόρο» εκεί, σ΄ένα μαντρί, έστησαν ένα υποτυπώδες στρατοδικείο. Οι διαδικασίες ήταν συνοπτικές…
Πολλοί ήταν εκείνοι που απέφυγαν την τελευταία στιγμή την εκτέλεση. Άτομα τα οποία είχαν κάποια αναπηρία (σε πολλά παιδιά έλειπαν δάχτυλα από δυναμίτιδα ή χειροβομβίδες) απαλλάσσονταν από τις κατηγορίες.
Την προηγούμενη μέρα στο Δρυόβουνο, οι αντάρτες σκότωσαν δύο Ιταλούς. Οι τελευταίοι πήγαιναν συχνά στα γειτονικά από τη Νεάπολη χωριά και άρπαζαν από τα κοτέτσια κότες και αυγά για τις επισιτιστικές ανάγκες του στρατού. Τους σκότωσαν «με τα αυγά στα χέρια». Οι Ιταλοί στις περιπτώσεις όπου σκοτώνονταν στρατιώτες τους, απαντούσαν με πράξεις αντεκδίκησης, τα λεγόμενα αντίποινα. Κατά την τελευταία φάση της Ιταλικής Κατοχής, (το 1943 έως και τον Σεπτέμβριο) συστηματοποιήθηκε η βία κατά των αμάχων, με πρόσχημα τις επιχειρήσεις κατά των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων. Ταυτόχρονα πραγματοποιούσαν συχνούς βομβαρδισμούς, πυρπολούσαν και λεηλατούσαν χωριά με σκοπό αφενός, να αποδιοργανώσουν την ένοπλη ελληνική αντίσταση και την καταστροφή του οικονομικού ιστού της υπαίθρου και αφετέρου να τρομοκρατήσουν τον άμαχο πληθυσμό εμπεδώνοντας έτσι την κατοχική παρουσία τους.
“Απ΄του προυί ήρθιν ου μπαμπάς μ΄κι μη είπι, θα ναρθν΄οι Ιταλοί κι να κινήσουμι μι τα πρόβατα κατά τουν Αϊ Λια, όπους κι πουλύς κόσμος ικείν τ΄ν ημέρα. Η μάνα μ΄ μη τ΄ν Θουμαή , τουν Νάσιου κι τ΄ν Τασούλα πήγαν στου Σάντβου στ΄ νταή μ΄του μαντρί. Είχαμι κι γουρούν ικείν΄τ΄ν χρουνιά κι πήρι μαζί τ΄ς κι έναν τινικέ λίγδα κι τουν έκρυψι στ’ άχυρα. Ου μαμπάς μ΄έβαλι στου τσιουβάλ(ι) ιπτά ψουμιά κι κιντσάμι στα πρόβατα. Ήταν καλή μέρα κι είχαμι τα πρόβατα λίγου παρακάτ απ΄τουν Άϊ Λια. Κάποια στιγμή πήριν τ΄ν απόφασ’ να πάει να δει τι γίνιτι κι μ΄άφκιν μόναχου μη τα πρόβατα. Ιγώ μιτά συναντήθκα μη τουν Αντρία τουν Βαράκα κι τρυπουσάμι σι μια πέτρα. Ικείν τ΄ν ώρα πρεπ(ει)να΄πιασαν οι Ιταλοί τουν μπαμπά μ΄.
Λίγου αργότιρα μας φώναξαν όλνους στουν Άϊ Λια. Όταν ζύγουσα λίγου, είδα τουν μπαμπά μ΄να τουν κρατούν δυο Ιταλοί. Αυτός μη κοίταξι στα μάτια ώρα πουλύ, σαν να ‘ξιρι ότι δεν θα μη ξανάβλιπι. Μη κοίταζιν μ΄έναν τρόπου, πώς να σι πω… Ύστιρα τς΄πήραν.
Όταν βράδιαξι μη τον Αντρία τουν Βαράκα βγήκαμι στου Σκάπιτου στ΄ν Καλουγριά κι ξημέρουσάμι εικί μη τα πρόβατα. Ινωρίτερα οι Ιταλοί είχαν καλέσ’ κι τουν Αντρία κι τουν ρώτσαν πόσου χρουνών ήταν. Ικείνους ήταν μικρουκαμουμένους κι είπι τα χρόνια τ’ λιγότιρα κι τουν άφκαν ιλεύτερο.