6 του μηνός σούρουπο, ο αέρας μυρίζει καμένο τζάκι, ενώ η λίμνη ασάλευτη δείχνει φυλακισμένη κάτω από τη βαριά ομίχλη που την έχει «πλακώσει» από το πρωί.

Του Διαμαντή Παπαθανασίου

Ανοίγω το φως της αποθήκης, η λάμπα τρεμοπαίζει για λίγο και σβήνει, ψαχουλεύω στα τυφλά με όσο φως μπαίνει από το φεγγίτη, ανοίγω ένα ξύλινο μπαούλο και μια μυρωδιά «κλεισούρας» γεμίζει τα ρουθούνια μου. Η απόφαση είναι εύκολη, πάντα ήταν. Η πρώτη φορεσιά που πιάνει το χέρι μου είναι αυτή που θα με συντροφεύσει το πρώτο βράδυ.

Τα πρώτα βήματα βαριά, το κρύο το νιώθεις να εισέρχεται στο σώμα σου σε κάθε αναπνοή, ο αέρας είναι σκληρός μαζί σου και σε «κοπανάει» στο πρόσωπο.

Οι πρώτες γουλιές τσίπουρου σε ξινίζουν, είναι και το χθεσινό ξενύχτι σκέφτομαι… Υπόκωφα μια μπάντα σε κάποιο στενό έχει ήδη αρχίσει να «βαράει». Θαρρείς και βγαίνουν οι νότες από τα έγκατα της γης, λες και τα χάλκινα τα κρατούν καλικάντζαροι και παίζουν για κάποια αλλόκοτη γιορτή τους, στέλνοντας τις νότες προς τα πάνω και αυτές βρίσκουν το δρόμο τους υπέροχα από κάθε σχισμή της γης και καταλήγουν στα αυτιά μας. Το πρώτο δικό μου αντάμωμα με τα όργανα δε θα αργήσει, η δεύτερη και η τρίτη γουλιά τσίπουρου είναι απείρως πιο γλυκές.

Τα πρώτα παιξίματα άρχισαν, η παρέα μεγαλώνει αλλοπρόσαλλα,η πρώτη ώρα πέρνα μουδιασμένα, το τσίπουρο πια, έχει τη δική του οντότητα μέσα μου. Οδηγούμε τη μπάντα στα υγρά σοκάκια και γεμίζουν μονομιάς ένταση, πάθος και χρώματα, οι μουσικές γίνονται εύηχες, η μπάντα είναι η οικογένεια, οι φίλοι γίνονται στενότεροι, οι γνωστοί γίνονται φίλοι και οι ξένοι μοιάζουν χαμένοι γνωστοί και όλοι μαζί ένα κουβάρι, άλλοτε ψηλά στον ουρανό και άλλοτε σκυφτοί, σωριασμένοι στο δρόμο. Τραγουδάμε, φωνάζουμε, γελάμε, κλαίμε.

Τα λεπτά περνούν σαν ώρες, δεν είμαι πια εγώ, είμαι ραγκουτσαραίος. Ο νταουλτζής με κοιτά από πάνω, κραδαίνοντας το μυαλό μου και η τρομπέτα τρυπώνει στο αυτί μου. Οι μουσικοί μοιάζουν με μάγους που μια τους κίνηση σε σηκώνουν ψηλά στον ουρανό ή σε ξαπλώνουν χάμω.
Αλαλάζοντα απόκοσμα όντα γύρω μου, δε γνωρίζω πια κανέναν, μόνο ο Διόνυσος έχει κατέβει και μου κάνει συντροφιά, μου κλείνει το μάτι και μου σκάει ένα χαμόγελο. Η πλάτη μου ακουμπά αναπαυτικά στη πλακόστρωτη ανηφοριά, το βλέμμα μου αντικρίζει τον μαύρο ουρανό,δυο κεφάλια έχω στους όμως μου και 4 πόδια έχουν μπερδευτεί με τα δικά μου. Το μυαλό μου κενό, η σκέψη μου χορεύει στο ρυθμό της τρομπέτας.
Στα ραγκουτσάρια έρχεται η κάθαρση.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here