Η πλατεία Αριστοτέλους ήταν γεμάτη από κόσμο , ως πάνω στο άγαλμα Βενιζέλου. Περίπου 100.000 είπανε. Μπορεί να ή??ασταν και περισσότεροι. Ή πάλι και λιγότεροι. 100.000 άνθρωποι για να παρακολουθήσουμε τη μεγάλη αντιπολεμική συναυλία. Ο  πόλεμος στη Σερβία είχε ξεκινήσει και το μεγάλο αντιπολεμικό κίνημα είχε εδραιωθεί.

Ήταν η εποχή των μεγάλων διαδηλώσεων. Και των μεγάλων ψευδαισθήσεων. Της ψευδαίσθησης ότι ο κόσμος  θα άλλαζε άρδην από τους δικούς μας αγώνες και η εγχώρια (αρχικά) επανάσταση ήταν προ των πυλών.  Σε μια Ελλάδα που καθόλου δεν έμοιαζε με την προ-επαναστατική Κούβα του Μπατίστα. Πόσο μάλλον με την τσαρική Ρωσία της εποχής των Μπολσεβίκων.

Η Ε.Σ.Σ.Δ.  είχε διαλυθεί στα εξ’  ών συνετέθει, καταρρέοντας, μαζί με όλο το ανατολικό μπλοκ, με πάταγο σα χάρτινος πύργος. «Ανατράπηκε συντρόφισσα από τις εξωτερικές δυνάμεις του ιμπεριαλισμού», φώναζαν με πεποίθηση οι σύντροφοι της καθοδήγησης, αρνούμενοι να αποδεχτούν το γεγονός ότι ο γίγαντας στον οποίο πίστεψαν είχε στην πραγματικότητα αποδειχτεί νάνος!.

Ήταν η εποχή της πολιτικής αφύπνισης και των παχιών αγελάδων. Όσο μια μερίδα ανθρώπων διαδήλωνε στους δρόμους ενάντια στην εμπλοκή της χώρας σε έναν άδικο πόλεμο που στοίχιζε τη ζωή σε αμάχους, η πλειοψηφία διασκέδαζε μέχρι πρωίας στα club και στα μπουζούκια, έκανε μακροβούτια στις χλιδάτες παραλίες της Μυκόνου και (εδώ στο βορρά) της Χαλκιδικής, έπαιρνε εορτοδάνεια και διακοποδάνεια για να πιει καφέ στα πανέμορφα σαλέ καις τις χλιδάτες πρωτεύουσες της Ευρώπης.  Δύσκολο να μιλήσεις για πόλεμο και θύματα σε μια κοινωνία που έκανε κατάχρηση της ειρήνης.

Δύσκολο ως αδύνατο να υπερασπιστείς τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό, όταν ο υπαρκτός σοσιαλισμός (αυτό το κακέκτυπο του ανθρωποκεντρισμού) είχε οδηγήσει στην εξαθλίωση εκατομμύρια ανθρώπους, που έβλεπαν τον επερχόμενο καπιταλισμό σα σανίδα σωτηρίας.

Αμετανόητοι και πεισματάρηδες Δον Κιχώτες που κυνηγούσαμε ανεμόμυλους σε μια εποχή που  έφτιαχναν ανεμογεννήτριες.

Φοιτήτρια  στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου, την κατεξοχήν σχολή των εκκολαπτόμενων πολιτικών, ένδοξο πεδίο ανταλλαγής πολιτικών διαξιφισμών με νομικό υπόβαθρο, ενορχηστρωμένων  από τον αέρα αλαζονείας που διακατείχε μεγάλη μερίδα φοιτητών θεωρώντας εαυτούς γνώστες της νομικής επιστήμης.

Όσο εμείς μοιράζαμε φυλλάδια στα αμφιθέατρα  για τη Σερβία, την Παλαιστίνη, το Αφγανιστάν γεμάτα αντιαμερικανισμό – ακόμα εξοργίζομαι με την οικολογική αναισθησία μας, αφού όλα κατέληγαν στα σκουπίδια και ουδέποτε σε κάδο ανακύκλωσης- , όσο παλεύαμε στις Γενικές Συνελεύσεις να μη περάσουν τα χρηματοδοτούμενα από την   Ε.Ε. προγράμματα  (πχ Ε.Π.Ε.Α.Ε.Κ), όσο φωνάζαμε για την παγκόσμια ειρήνη, άλλο τόσο οι συμφοιτητές μας  (εντάξει, όχι όλοι) τρέχανε στα partyτης Δ.Α.Π., της Π.Α.Σ.Π. και της Α.ΔΗ.Κ. στα in  club της πόλης ή συνωστίζονταν στα πολιτικά (κομματικά) τραπεζάκια να μαζέψουν σημειώσεις για να περάσουν κανένα δύσκολο μάθημα. Κι όταν οι ανωτέρω παρατάξεις γεμίζανε τα αμφιθέατρα  με ταινίες τύπου «Η ζωή είναι ωραία» του Μπενίνι (πολύ όμορφη ταινία, ομολογώ), εμείς μαζευόμασταν σε μια αίθουσα μπροστά σε μια τηλεορασίτσα (αφού δεν είχαμε λεφτά για projector) και βλέπαμε ταινίες τύπου «Fullmetaljacket» του Κιούμπρικ ή  το «Μεγάλο Δικτάτορα» με τον CharlieChaplin. Άκρως κουλτουριάρικες και αντιπολεμικές, μα καθόλου εμπορικές…

Πάνω απ’ όλα η ποιότητα. Η σοσιαλιστική ποιότητα εννοώ.  Διασκεδάζαμε σε ροκ μπαράκια  -το Έκκεντρο με πολλά είδη μπίρας, ήταν από τα αγαπημένα μου, πολύ λυπήθηκα που έκλεισε-, ο Λωτός, το Berlin, ο Παπαγάλος, το FunKeyμε τα live, το Τι σε μέλι στην Ολύμπου. Άλλες φορές πάλι σε κουτουκάκια με πολλή ρετσίνα και κόκκινο κρασί (από τότε απέκτησα αλλεργία στο κόκκινο κρασί), με τραγούδια και πολιτικές συζητήσεις και αναλύσεις μέχρι πρωίας.  Ο Καφενές του Σωτήρη στο Μπιτ Παζάρ, το Κουτούκι στην Καμάρα, οι Γειτονιές του Κόσμου, και το φαγάδικο του ιρακινού Φαρχάν, όπου σε στιγμές αναλαμπής παραδεχόμασταν ότι τρώγαμε με δική μας ευθύνη. 

Διαβάζαμε ανελλιπώς Ριζοσπάστη για να έχουμε και άμεση επαφή με την πολιτική γραμμή του Κόμματος για να μη παρεκκλίνουμε ούτε χιλιοστό και περάσουμε στις μαύρες λίστες. Άλλωστε ήταν  ο μόνος τρόπος για να κάνεις (έστω να εξασφαλίσεις) μια τύποις καριέρα στο Κόμμα. (έτσι γίνεται σε όλα τα κόμματα υποθέτω). Εκτός βέβαια από το ΣυΡιζΑ, πριν γίνει ενιαίο Κόμμα. Όταν ακόμα ήταν ένας συνασπισμός αριστερών μικροκομμάτων και οργανώσεων, όπου ο καθένας είχε τη δική του άποψη και πολιτική θέση και το μεγάλο ένδυμα της άμεσης δημοκρατικής πολυμορφίας ξεχείλωνε υπερβολικά.

Αν παρεκκλίναμε από τη γραμμή ο πέλεκυς έπεφτε βαρύς. Άμεση διαγραφή ή αλλιώς εξαναγκαστική παραίτηση, ή στην καλύτερη  καθαίρεση από  τα κομματικά όργανα, και τέρμα η κομματική καριέρα. Υπερβάλλω; Ίσως λιγάκι. Ίσως πάλι και όχι.

 Και φυσικά δε νοείτο να μη διαβάζουμε τους μεγάλους κλασικούς θεωρητικούς για να κατανοήσουμε την ιδεολογία μας και να αναπτύξουμε επιχειρήματα για να κατατροπώσουμε τους πολιτικούς μας αντιπάλους. Όχι το Κεφάλαιο του Μαρξ δε το διάβασα. Δεν είχα τέτοιο καημό. Διάβασα όμως άλλα έργα του Μαρξ, λίγο Λένιν, και λίγο Ένγκελς. Το πρόβλημα όταν διαβάζεις τους θεωρητικούς είναι ότι αντιλαμβάνεσαι ότι η διαφορά ανάμεσα στη θεωρία και στην πρακτική που εφαρμόστηκε είναι μεγάλη, ενίοτε δε χαοτική.

Πάντα μπροστά στις διαδηλώσεις, κόβαμε πολλά χιλιόμετρα ποδαρόδρομο, στην Εγνατία, στην Λεωφ. Νίκης και στην Τσιμισκή, περνώντας μπροστά από την αμερικανική πρεσβεία με το αγαπημένο σύνθημα «Φονιάδες των λαών, Αμερικάνοι» ή αν θέλαμε λίγο πιο διανθισμένο πχ «Αυτοί σκοτώσαν Λαμπράκη, Μπελογιάννη, φονιάδες των λαών, Αμερικάνοι», μέχρι το Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης.  Και φυσικά τις 78 μέρες που κράτησε ο βομβαρδισμός στη Σερβία, το θέατρο των συγκρούσεων είχε μεταφερθεί στο λιμάνι στη δυτική έξοδο της πόλης,  πύλες 11 και 14, όπου τα δακρυγόνα και τα χημικά πήγαιναν σύννεφο. Και όπου τρέχαμε, μετά από τηλεφωνική ειδοποίηση στις 4.00 τα χαράματα να σταματήσουμε το τρένο που έβγαινε με οπλισμό για να κινήσει για το βορρά. (Όταν διηγήθηκα πρόσφατα το περιστατικό σε συναδέλφους, με κοίταξαν έκπληκτοι στην αρχή, στη συνέχεια κοίταξαν το αδύνατο σώμα μου κι έσκασαν στα γέλια) Highlights εμπειρίες.  Το καλό βέβαια –ταξικά καλό εννοώ- ήταν ότι μαζί με εμάς κόβανε χιλιόμετρα αστυνομικοί και ασφαλίτες που είτε έμπαιναν στην πορεία, είτε παρακολουθούσαν διακριτικά φακελώνοντας σιωπηλά.

Κι όμως. Η θητεία μου στην ΚΝΕ και στην φοιτητική παράταξη αυτής την Π.Κ.Σ. ήταν για μένα μεγάλο σχολείο. Καταρχήν έμαθα να αναλύω και να εξηγώ πολιτικά τα γεγονότα και να κατανοώ γιατί συμβαίνουν πράγματα και τι σκοπό έχουν. Έμαθα να δουλεύω συνεργατικά, πχ στα φεστιβάλ της ΚΝΕ που τα στήναμε μόνοι μας, όπου έκανα διάφορες εργασίες από βάψιμο  μέχρι μαγείρεμα και καθάρισμα του χώρου. Έμαθα ιστορία πχ για τον Αλιέντε στη Χιλή και πώς σκοτώθηκε υπερασπιζόμενος τη Δημοκρατία, για τον Τσε και την Κουβανική επανάσταση, για τον Φράνκο της Ισπανίας, τον Στάλιν της Ε.Σ.Σ.Δ. και για πολλούς άλλους.  Γνώρισα  τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, ανακαλύπτοντας ταινίες διαμάντια. Μόντυ Πάιθονς (Η ζωή του Μπράιαν, από τις αγαπημένες μου) Εμίρ Κοστουρίτσα, (άσπρος γάτος, μαύρη γάτα…) και άλλες, και εκτίμησα το έντεχνο και το  πολιτικό τραγούδι. Από Θεοδωράκη, Δημητριάδου, Φαραντούρη μέχρι Πυξ Λαξ, Διαφανα Κρίνα, και Υπόγεια Ρεύματα.

Έκανα φίλους, με κανα δυο από τους οποίους κρατάω επαφή μέχρι σήμερα και τους έχω μέσα στην καρδιά μου.

Το πιο σημαντικό μάθημα όμως που πήρα, και το κατανόησα πλήρως μετά από 17 χρόνια περίπου ενασχόλησης με τα πολιτικά, πρώτα από το χώρο του ΚΚΕ και μετά του ΣυΡιζΑ, ήταν αυτό που τόσο απλά είπε ο Χρόνης Μίσσιος «Όταν συνειδητοποίησα ότι δε μπορώ να αλλάξω το σύστημα, άρχισα να αγωνίζομαι να μη με αλλάξει αυτό. Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος. Και αυτό είναι η κορυφαία πολιτική μάχη. Να μπορείς να αποφύγεις τη βαρβαρότητα αυτής της εποχής. Να μπορείς να παραμείνεις άνθρωπος με τρυφερότητα. Με το δικό σου βλέμμα. Η ζωή είναι ένα δώρο που μας δίνεται μία φορά»

 

Καστοριά 12/06/2016

Μουράτη Ξανθή 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here