Οι άνθρωποι έχουν την εγγενή τάση να διαμορφώνουν ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς, ώστε να καταφέρουν να επιβιώσουν.

γράφει η Αθανασίου Δέσποινα

Ήδη από τη βρεφική ηλικία το άτομο χρησιμοποιεί τους μηχανισμούς κοινωνικοποίησης, όπως για παράδειγμα το κλάμα (της πείνας, του θυμού, του πόνου) και το χαμόγελο, ώστε να αλληλεπιδράσουν και να επικοινωνήσουν τις ανάγκες τους στους γονείς-φροντιστές τους. Ανάλογα με τον τρόπο που ένας γονέας-φροντιστής ανταποκρίνεται στην ανάγκη του παιδιού για συναισθηματική εγγύτητα, καλλιεργείται μία ισχυρή σχέση μεταξύ τους (περισσότερο ή λιγότερο ασφαλής). Το βρέφος έχει την ανάγκη δημιουργίας ενός στενού και μακράς διαρκείας συναισθηματικού δεσμού με τον γονέα φροντιστή του, ο οποίος σύμφωνα με τον John Bowlby χαρακτηρίζεται ως «Προσκόλλησης».

Όμως, με ποιον τρόπο θα καταλάβουμε ποιο είναι το άτομο με το οποίο ένα παιδί έχει αναπτύξει αυτή τη στενή συναισθηματική σχέση, η οποία θεωρείται υψίστης σημασίας για τη συναισθηματική του ανάπτυξη; Η απάντηση μας δίνεται από το ίδιο το παιδί όταν αυτό εκδηλώνει έντονη επιθυμία για εγγύτητα με το πρόσωπο προσκόλλησης και δυσφορία ή αντίσταση στον αποχωρισμό του. Αρχικά, το παιδί προσπαθεί να επιτύχει σωματική εγγύτητα με το πρόσωπο προσκόλλησης (με το χαμόγελο, τη βλεμματική επαφή, το κλάμα, το κάλεσμα και την αγκαλιά). Αργότερα, επιδιώκει την προσοχή του ενήλικα και την επιδοκιμασία του. Έως την ηλικία των τριών ετών οι εκδηλώσεις προσκόλλησης γίνονται λιγότερο ορατές, όμως δεν παύουν να υφίστανται. Στην ηλικία των τεσσάρων ετών τα δεδομένα αλλάζουν άρδην, καθώς το άτομο κατανοεί ότι η σχέση του με το πρόσωπο προσκόλλησης δεν εξαρτάται από τη φυσική εγγύτητα. Επομένως, όταν το παιδί της σχολικής ηλικίας αντιλαμβάνεται ότι η σχέση διατηρείται ακόμα και όταν ο γονέας δεν είναι μαζί του, δημιουργείται το «Εσωτερικευμένο Μοντέλο» του προσώπου προσκόλλησης. Ωστόσο, το παιδί αυτής της ηλικιακής ομάδας ενδέχεται να παλινδρομήσει και να εκδηλώσει συμπεριφορές που συναντάμε συνήθως σε μικρότερη ηλικία (όπως έντονο κλάμα κατά τον αποχωρισμό του γονέα), εν όψει καταστάσεων που του προκαλούν άγχος, φόβο ή κούραση.

Η συμβολή της Mary Ainsworth στην ανάπτυξη της θεωρίας του Συναισθηματικού Δεσμού ήταν καθοριστική. Η ίδια μέσω εμπειρικών ερευνών που πραγματοποίησε, επιχείρησε να μετρήσει την ποιότητα της προσκόλλησης. Έτσι η Ainsworth και οι συνάδελφοί της επισήμαναν τους πρώτους τρεις τύπους συναισθηματικού δεσμού, ενώ αργότερα η Mary Main και οι συνεργάτες της
αναφέρθηκαν σε έναν τέταρτο τύπο.

Ειδικότερα, οι θεωρητικοί επισημαίνουν ότι όταν τα παιδιά έχουν έναν «ασφαλή» συναισθηματικό δεσμό, νιώθουν ασφάλεια υπό την παρουσία της μητέρας τους και έτσι μπορούν να παίζουν ανέμελα μέσα στο χώρο και να τον εξερευνούν. Ο αποχωρισμός από το πρόσωπο προσκόλλησης προκαλεί αναστάτωση στο παιδί, κυρίως όταν βρίσκεται σε ένα ανοίκειο περιβάλλον. Με την επιστροφή του ενήλικα, το παιδί σύντομα καθησυχάζεται και επιστρέφει στο παιχνίδι, νιώθοντας και πάλι ασφαλές. Αυτός ο τύπος προσκόλλησης επιτυγχάνεται όταν το πρόσωπο αναφοράς είναι στοργικό προς το βρέφος, ανταποκρίνεται στις ανάγκες του και είναι συναισθηματικά διαθέσιμο. Έτσι, σύμφωνα με τον Bowlby «το βίωμα μία ενθαρρυντικής υποστηρικτικής μητέρας και λίγο αργότερα ενός πατέρα, δίνει στο παιδί μία αίσθηση αξίας, μία πίστη στην ιδέα ότι οι άλλοι είναι πρόθυμοι να το βοηθήσουν και του παρέχει ένα ευνοϊκό μοντέλο στήριξης για της μελλοντικές του σχέσεις».

Αντ’ αυτού, τα παιδιά με «ανασφαλή-αποφευκτικό» συναισθηματικό δεσμό αδιαφορούν καθ’ όλη τη διάρκεια της παρουσίας αλλά και της απουσίας του προσώπου προσκόλλησης. Με την επανεμφάνιση του ενήλικα το παιδί μοιάζει να αδιαφορεί ή να αποφεύγει την εγγύτητα μαζί του. Αυτού του είδους ο δεσμός δημιουργείτε όταν επανειλημμένα το πρόσωπο αναφοράς φαίνεται θυμωμένο με το μωρό και ερμηνεύει λανθασμένα τη συμπεριφορά του, π.χ “Δεν σταματάει να κλαίει για να με εξοργίσει”. Στην πραγματικότητα τα μωρά με αποφευκτικό δεσμό εμφανίζουν τα ίδια σωματικά συμπτώματα (αυξημένος καρδιακός παλμός) με τα παιδιά με ασφαλή δεσμό, όταν βιώνουν το άγχος του αποχωρισμού. Ωστόσο, καταστέλλουν την εκδήλωση συναισθημάτων προκειμένου να επιτύχουν την εγγύτητα με τον ενήλικα, όμως δίχως να πυροδοτήσουν (π.χ. με το κλάμα τους) την απόρριψή του. Επομένως, μελλοντικά εξελίσσονται σε ενήλικες οι οποίοι διατηρούν μία αποστασιοποίηση από το συναίσθημά τους, είναι μοναχικοί, αποφεύγουν τη σύναψη στενών συναισθηματικών δεσμών και όταν αντιμετωπίζουν ένα πρόβλημα τείνουν να μην το αντιμετωπίζουν και να αποσύρονται.

Από την άλλη, όταν το πρόσωπο προσκόλλησης βρίσκεται στον ίδιο χώρο με τα παιδιά με «ανασφαλή-αμφιθυμικό» συναισθηματικό δεσμό, αυτά παραμένουν προσκολλημένα πάνω του. Με την απουσία του ενήλικα αναστατώνονται έντονα, ενώ δεν ανακουφίζονται εύκολα. Με την επανεμφάνισή του εκδηλώνουν αμφιθυμικά συναισθήματα. Συγκεκριμένα, από τη μία προσπαθούν να γαντζωθούν πάνω του, ενώ ταυτόχρονα εκφράζουν το θυμό τους (σπρώχνουν ή χτυπούν). Θα λέγαμε ότι αυτά τα παιδιά νιώθουν ότι η προσπάθεια να προσεγγίσουν τη μητέρα τους ματαιώνεται κάθε φορά που αυτή δεν είναι συνεπείς στο κάλεσμά τους. Έτσι, η μη σταθερή υποστηρικτική στάση της μητέρας προς το παιδί, το οδηγεί στο να χάσει την εμπιστοσύνη του. Μελλοντικά, ενδέχεται να αμφισβητούν τα συναισθήματα των ανθρώπων στο οικείο τους περιβάλλον, να μην εμπιστεύονται τις προθέσεις τους και έχουν μειωμένη αυτοπεποίθηση.

Τέλος, ο «αποδιοργανωμένος» συναισθηματικός δεσμός αναπτύσσεται σε οικογένειες όπου η μητέρα κακοποιεί ή παραμελεί το παιδί. Σύμφωνα με τη Main και τους συνεργάτες της «Το βρέφος βρίσκεται αντιμέτωπο με ένα ψυχολογικό παράδοξο, αφού η πηγή ασφάλειας είναι ταυτόχρονα και πηγή κινδύνου». Επομένως, το πρόσωπο προσκόλλησης λογίζεται ως επικίνδυνο και τρομακτικό. Αυτό το είδος δεσμού ενδέχεται να είναι απόρροια ψυχικής διαταραχής του ενήλικα, εθισμού από ουσίες, άλλων δυσχερών παραμέτρων (συνθήκες διαβίωσης) ή κάποιου άλυτου τραύματος (ιστορικό κακοποίησης της μητέρας). Στην εμφάνιση ή στην αγκαλιά του ατόμου αυτού, το παιδί παραμένει ανέκφραστο και «παγωμένο». Ως ενήλικας, το άτομο τείνει να γίνεται επιθετικό, ενώ παράλληλα μοιάζει συναισθηματικά αποστασιοποιημένο.

Αθανασίου Δέσποινα
Εκπαιδευτικός- Φοιτήτρια MSc Συμβουλευτικής Ψυχολογίας

*Το συγκεκριμένοι άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην εφημερίδα “Θεσσαλία” στις 10/07/2022

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here