“Η γυναίκα του κρατώντας σφιχτά στο στήθος ένα μικρό σεντούκι με γρόσια και τούρκικες λίρες θα έφευγε μακριά κατά την Ανατολή. Μόνη της θύμηση μας απόμεινε αυτή η φωτογραφία μ΄ όλες τις προθέσεις της καλά αποτυπωμένες.”…

 

Μνήμη του παππού μου Γεωργίου Κ. Σαββαρίκα
 
(…) Είναι βαρύ και δύσκολο, δε μου φτάνουν οι ζωντανοί
πρώτα γιατί δε μιλούν, κι ύστερα
γιατί πρώτα πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς
για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω.
 Γιώργος Σεφέρης, Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους Αγάπανθους.
 
Κοιτάζω μια φωτογραφία. Οικογενειακή. Πολυκαιρισμένη. Ξεκουράζεται μέσα στην επίχρυση κακοπαθημένη της κορνίζα πάνω στο ξύλινο ερμάρι του τζακιού. Πάντα εκεί την έβλεπα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου μέσα σ΄ αυτό το σπίτι.
Και τα γυαλιά της γιαγιάς με θαμπά τζάμια αφημένα πάνω στην μικρή Ιερά Σύνοψη. Άχρηστα πια. Αλλά σαν θύμηση των ματιών της αφού έχει εγκαταλείψει από καιρό. Εξακολουθεί όμως ακόμα να μου μιλά από το σκοτεινό της υποβολείο. Να μου ξαναθυμίζει και να ξεδιαλύνει τυχόν ασάφειες στην ταυτοποίηση των προσώπων που εικονίζονται, για τη σχέση τους, για τα μελλούμενα της ζωής τους.
Εξετάζω σχολαστικά τα πρόσωπα. Στις πρώτες ανάσες του εικοστού αιώνα έντεκα χωρικοί της Μακεδονίας ποζάρουν ντυμένοι τα καλά τους. Άνθρωποι παλαιοί σχεδόν αρχαϊκοί. Κι είναι όλοι τους συγγενείς μου, πρόγονοι. Σε τρεις σειρές καθισμένοι, οι γενιές ανάκατες. Οι αρσενικοί τρεις όλοι κι όλοι. Ένας γέροντας αποτελεί το κεντρικό και πιο πληθωρικό άτομο της ομήγυρης. Τέσσερα παιδιά. Τα δυο αγόρια. Το έν΄ απ΄ αυτά είν΄ ο παππούς μου. Εδώ το πολύ τριών χρόνων. Όλοι οι άλλοι που φωτογραφήθηκαν  θηλυκός πληθυσμός: Δυο μικρά κορίτσια  κι έξι γυναίκες. Ο γέροντας, παχύς, αρχοντικός με ντουλαμά, και φαρδύ ζωνάρι .Μουστάκι λευκό πλούσιο. Ίσως είχε βροντερή φωνή. Και ξέρω πως του άρεζε το αψύ ρακί σκέτο. Και το κρασί μπρούσκο. Έχει ευφρόσυνη όψη. Και σαν άφοβος μοιάζει. Φοράει φέσι. Υποχρέωση προφανής των ενηλίκων ανδρών τότε. Υπενθύμιση για τα χρόνια που είναι τραβηγμένη αυτή η φωτογραφία. Στα χέρια του κομπολόγι από μαύρο κεχριμπάρι και γλιστράει στη μέσα μεριά του μηρού του. Ο γέρος πλημμυρισμένος κι από μια αυτοπεποίθηση που καθόλου δεν τη δικαιολόγησαν τα επόμενα χρόνια.
Στα δεξιά του μια γυναίκα. Η σύζυγός του, με καταγωγή απ΄ τα Μπίτολα και δίγλωσση, κρατάει με τις μικρές παλάμες της κλειστές το κοντογούνι. Αφήνει να φανεί μια χρυσοκέντητη πόλκα στο στήθος. Χείλη σφιγμένα κι ένα βλέμμα κοφτερό σα να μετρά διαρκώς γύρω της και σαν να υπολογίζει αποστάσεις. Ήδη το βλέμμα της διασχίζει τόπους, περνά πολιτείες μακρινές και σβήνει τα βήματά της στα βάθη του κόσμου. Κάποια αδιόρατη θλίψη αλλά προπάντων υστεροβουλία σ΄ εκείνο στο σφιγμένο στόμα μπορώ να διακρίνω. Ξαναβλέπω αυτά τ΄ αμήχανα και που δε βολεύονται χέρια. Δυο χέρια που σφίγγουν, συγκρατούν, προσπορίζονται όλο άρνηση. Δεν προσφέρουν και δεν προσφέρονται.
Τα τρία από τα παιδιά κάθονται μπροστά κατάχαμα σε μπλατσιώτικο κιλίμι. Σαν αφημένες κούκλες. Τα πόδια τους δεν φαίνονται από τους αστραγάλους και κάτω. Σκεπάζονται από μια μικρή κουβέρτα που ίσως θα κρύβει τίποτα γουρουνοτσάρουχα, ντροπής πράγματα για φωτογράφηση. Ένα από τα κορίτσια, το μικρότερο, κάθεται στην αγκαλιά της μάνας του. Έχει κουνηθεί και το πρόσωπό του μαζί και το βλέμμα του «φλουτάρουν» τη στιγμή της φωτογράφησης. Το ένα πόδι του-τ΄ αριστερό- προβάλλει με  ωραίο χρωματιστό τερλίκι. Συνεχίζει αυτό το ζωηρό παιδί να παίζει μέσα στα χρόνια που έρχονται ξεπερνώντας  την ακινησία της πόζας. Το πρόσωπο της μάνας, πίσω από την αγκαλιά με το παιδί, σαν αντρογυναίκας. Μια Παναγία των βουνών με βλέμμα σαν κρούσταλο του βράχου.
Πίσω στον τοίχο έχει τραβηχτεί ένα λευκό σεντόνι για τις ανάγκες της φωτογράφησης. Διακρίνω τις αναδιπλώσεις του στο πλάι. Πού να ΄χει βγει άραγε αυτή η φωτογραφία; Ίσως εδώ που βρίσκεται τώρα η μεγάλη σάλα του σπιτιού μας. Πώς όμως μπορεί να ξέρει πια  κανείς;  Τίποτα δεν έχει απομείνει που να θυμίζει…
Η μια εγγονή στην πίσω σειρά- ως δεκαπέντε χρονών- στηρίζει το χέρι της στον δεξιό ώμο του γέροντα. Η άλλη-θα ΄ναι δεκαοχτώ ως είκοσι- ακουμπά στο ζερβό του ώμο. Όρθια στέκει με μέση στολισμένη από πλουμιστό παφτάδι που τελειώνει σε διπλή αργυρένια πόρπη. Φοράει χρυσοκεντημένη πόλκα που θα ΄χει σίγουρα τον δικέφαλο αητό στην πλάτη. Μαζί του θα πετάξει, γι΄ αυτό έχει τώρα μάτια αθώα γεμάτα εγκαρτέρηση κι ελπίδα. Δίχως να βιάζεται στέλνει το μήνυμα της μελλοντικής φυγής. Μια λύτρωση που θα θριάμβευε αλλού. Ο άντρας της άνοιξε κάποτε εργοστάσιο ζυμαρικών-τώρα διάσημη φίρμα-στην Πόλη. Ύστερα ήρθαν στη Σαλονίκη. Έζησαν μέσα στον πλούτο.
Μια γυναίκα που στέκει παράμερα κάπως στα αριστερά και δεν κοιτάζει το φακό μοιάζει αφηρημένη. Φοράει μεταξωτό κουραζέ που στίλβει στις πτυχώσεις του. Η Αλεξάνδρα θα μάθω αργότερα. Προγιαγιά μου. Ο άντρας της ο Κωνσταντίνος λείπει για δουλειές στην Πόλη. Πραματευτής. Κυρατζής που συνεχίζει το έργο του γέροντα όμως με λιγότερη επιτυχία τώρα πια. Θα γυρίσει κάποια φορά και δεν θα ξαναφύγει. Θα μείνει στο χωριό και θ΄ ανοίξει χασαπιό. Πατέρας και γιος, στα ταξίδια τους, ντύνονταν αξιοθρήνητα κουρέλια για να ΄χουν την όψη ζήτουλα και να μην τους χαλνούνε οι ληστές. Γι΄ αυτό στο χωριό τους κόλλησαν το παρατσούκλι  «παρταλάδες».
Τα τρία μωρά που φωτογραφήθηκαν καθισμένα στο πάτωμα φοράνε μεγάλους σταυρούς στο στήθος. Ο πιο μικρός, ξανθός με βλέμμα θυμωμένο, έτοιμος να κλάψει. Ο μεσαίος στη φωτογραφία κι από τα σερνικά ο μεγαλύτερος κοιτάζει με μια θλίψη. Μια παραίτηση υπάρχει στο ανεπαίσθητα γερμένο  του κεφάλι. Ίσως όμως η πικρή του ιστορία που γνωρίζω είναι που με κάνει να τα υποθέτω αυτά. Είναι ο παππούς από το σαράντα-πέντε πεθαμένος στο σανατόριο στη Σαλονίκη και θαμμένος στα μνήματα της Ευαγγελίστριας.
Σ΄ όλα τα πρόσωπα όσο κι αν το προσπάθησα δεν βρήκα ένταση καμιά. Η μοίρα όλων προδιαγεγραμμένη μέσα στη φυσιολογική  ροή της ζωής, κανένας δεν μπορεί να ζητήσει από το ρυάκι να τρέξει λιγότερο ή περισσότερο γάργαρα. Τίποτα δε βιάστηκε. Όλα ήρθαν στον καιρό τους με απαντοχή. Παρεκτός από τα σφιγμένα χέρια της γεροντότερης γυναίκας καμιά ανησυχία δεν διέκρινα ακόμα και για την φωτιά Εκείνη που θέριευε πίσω από το απλωμένο σεντόνι. Το χέρι του τελευταίου Τούρκου που εγκατέλειπε το χωριό την είχε ανάψει κι εκείνη έτρωγε ήδη, σε μελλοντικό χρόνο καίγοντας , την ξύλινη στέγη του παλιού σπιτιού πρώτα. Ο γέροντας κάηκε μόνος κι αβοήθητος. Ανήμπορος  ολότελα να σηκωθεί να τρέξει να φύγει να σωθεί. Αυτός που διάβηκε δρόμους δεν μπορούσε μήτε να σηκωθεί να περπατήσει. Η γυναίκα του κρατώντας σφιχτά στο στήθος ένα μικρό σεντούκι με γρόσια και τούρκικες λίρες θα έφευγε μακριά κατά την Ανατολή. Μόνη της θύμηση μας απόμεινε αυτή η φωτογραφία μ΄ όλες τις προθέσεις της καλά αποτυπωμένες.
 
 

 “Η φωτογραφία” είναι ένα από τα εννέα  διηγήματα, από το βιβλίο του Νώντα Τσίγκα με τίτλο: Εποχιακός διανομέας, Πανοπτικόν ,Θεσσαλονίκη, 2013.
 
 
“Η Φωτογραφία” κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου της Αγνής Παντ. Σταυρίδου με τίτλο: η ενδυμασία και η υφαντική ΣΤΟ ΒΟΓΑΤΣΙΚΟ, Θεσσαλονίκη 1997
 
Αναρτήθηκε στην σελίδα hzoistovogatsiko.blogspot.gr από την Πόλυ Μπλιάγκα

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here