Κάπου εκεί στα μέσα του καλοκαιριού σε κατατρώνε οι τύψεις. Ξέρω. Τύψεις, για όλα εκείνα που έφαγες, ή δεν έφαγες. Για λόγια που είπες ή δεν είπες. Για μέρη που πήγες ή δεν πήγες.

Μαριλένα Μπουμπάρη*

Τύψεις για εκείνα που άφησες να σε προσπεράσουν και τώρα κατέληξαν βαριά και ασήκωτα στο στομάχι. Ιδιαίτερα τις νύχτες. Τότε που οι ενοχές, οι νοσταλγίες, τα θέλω και τα μη, γίνονται ασχημάτιστη μάζα, ξεσηκώνονται για χορό μέσα στ’ απόβραδο και τσαλαπατούν με τις βαριές τους πατούσες τα τοιχώματα της καρδιάς. Κι εσύ διπλώνεσαι στα δυο.

Κι εκείνη-τι τα θες, συνεχίζει να χτυπά στους ίδιους χτύπους που κάποτε της θύμιζαν καλοκαίρι. Της θύμιζαν το κίτρινο και το γαλάζιο γιατί με δαύτα είναι συνυφασμένη η καλοκαιριά.

Συνεχίζει να χτυπά στους γνώριμους ρυθμικούς παλμούς, ξεθυμαίνει τους θυμούς, καταλαγιάζει το είναι, και ψάχνει ζεστά και ιδρωμένα απογεύματα για να τα φέρει πίσω.

Μα πού πήγε το καλοκαίρι;

Πού πήγαν τα λιανά χρυσάνθεμα, τα άρρυθμα καρδιοχτύπια; Πού πήγαν οι νάιλον επιδερμίδες με μυρωδιά καρύδα και κακάο;

Πού πήγαν τα αντιπαθητικά κουρέματα και οι γνήσιες όμπρε ανταύγιες -αυτές ντε, τις θαλασσινής αλμύρας;

Πού πήγε το κρουασάν σοκολάτας που έτρωγες μέσα στο πλαστικό κουβαδάκι, τα άνοστα μπισκότα με γεύση άμμου;

Πού πήγαν οι εμπριμέ άνθρωποι, οι ξεσκισμένες σαγιονάρες;

Αύριο, θα αφήσω το σπίτι να μυρίσει κολοκυθάκια αυγολέμονο. Θα βάλω το μακό μπλουζάκι και θα το κοιτώ ν’ ανεμίζει πάνω από δυο ντροπιασμένα μπούτια που πάλι δεν κατάφεραν να αποτινάξουν τις αντιαισθητικές λακκούβες, τις πρόωρες ραγάδες.

Αύριο θα ανοίξω το λάστιχο στην αυλή, θα το αφήσω να δροσίσει τα στεγνά μου πόδια. Θα ρίξω στο σιφόνι αναμνήσεις και νοσταλγίες. Θα τις αφήσω εκειδά. Θα τις κοιτώ να χάνονται. Θα επιτρέψω άλλο ένα καλοκαίρι να μου τις πάρει μακριά.

Αύριο θα χαμογελάσω λίγο ακόμα πιο πλατιά. Θα αφήσω τα μισόλογα και τις σκατοευαισθησίες. Θα αρχίσω να ψάχνω κοχύλια στην άσφαλτο.

*Η Μαριλένα Μπουμπάρη αρθρογραφεί στον εξώστη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here