Παραμονές Χριστουγέννων και τα φώτα δε λάμπουν όπως άλλοτε. Θαμπά φωτίζουν κάθε μοναχικό περιπατητή στους άδειους δρόμους της πόλης. Αυτής της πόλης, που υπό κανονικές συνθήκες, θα έσφυζε από ζωή. Τώρα όμως έχει αδειάσει.
Της Μαρίας Πολίτη
Άδειασε από κόσμο, από φωνές, από παιδιά που χτυπούσαν ρυθμικά τα τριγωνάκια τους και σε ξεκούφαιναν με την ίδια πάντα φράση: «Να τα πούμε»; Άδειασε από τις παρέες που έστηναν αυτοσχέδια γλέντια στις γειτονιές και με τα τραγούδια και τα γέλια τους ξόρκιζαν κάθε κακό. Πού πήγαν όλοι αυτοί οι βιαστικοί περαστικοί που έτρεχαν για τα ψώνια της τελευταίας στιγμής;
Δεν το περίμενα ότι θα μου έλειπε η κυκλοφοριακή σύγχυση των ημερών και τα νευρικά κορναρίσματα των οδηγών. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, θα εκνευριζόμουν με το πλήθος των αυτοκινήτων σε μια μικρή επαρχιακή πόλη και το παράνομο όσο και ενοχλητικό παρκάρισμα των αυτοκινήτων σε κεντρικούς δρόμους. Αλλά έτσι είμαστε εμείς. Παρκάρουμε παντού. Έξω από τράπεζες, από καταστήματα, από φούρνους, όπου τέλος πάντων μας βολεύει. Ώσπου όλοι πλέον ξεβολευτήκαμε και μήνες τώρα προσπαθούμε να βρούμε τους ρυθμούς μας σε μια άρρυθμη καθημερινότητα.
Πλησιάζουν Χριστούγεννα. Φέτος περίμενα ότι, ίσως είχαμε μια ευκαιρία να αφουγκραστούμε το νόημα των ημερών, μακριά από ψεύτικα στολίδια, πλαστικούς Αγιοβασίληδες και πολύχρωμα λαμπιόνια σε πολυκαταστήματα και αριστοτεχνικά στολισμένους δρόμους. Πίστευα ότι το αδηφάγο τέρας του καταναλωτισμού φέτος θα ησύχαζε και θα μας επέτρεπε να σκύψουμε για λίγο μέσα μας. Ήλπιζα ότι όλη αυτή η κατάσταση μπορεί να «ήταν μια κάποια λύσις», για να δανειστώ τον στίχο του αγαπημένου μου ποιητή. Ήλπιζα, λοιπόν, ότι οι άνθρωποι θα έρχονταν πιο κοντά και θα στήνονταν γέφυρες για να περάσουμε από το «Εγώ» στο «Εμείς».
Νόμιζα ότι ήμασταν όλοι χορευτές στον ίδιο Πυρρίχιο, όπου θα ενώναμε σφιχτά τα χέρια και δεν θα αφήναμε ορατούς και αόρατους εχθρούς να διαπεράσουν τον κύκλο μας. Δυστυχώς, όμως, ο χορός είναι μοναχικός και τον χορεύει ο καθένας μόνος του στον δικό του ρυθμό και κατά πως θέλει. Πότε καθιστός, πότε όρθιος. Πότε με το κεφάλι σκυφτό, πότε με μια πλαγιά χαμόγελα να τα σκορπάει στο διάβα του.
Καθένας μας μια μικρή φυλακή με συρματοπλέγματα που έστησε ο φόβος και έπλεξε η μοναξιά. Μέσα σ΄ αυτή την ερήμωση της φυλακής μας αναρωτιέμαι που θα βρει μέρος να γεννηθεί απόψε ο μικρός Χριστός.
Έχουμε αφήσει κάπου μέσα μας μέρος αδειανό από τη ματαιότητα της θλίψης μας;
Έχουμε αφήσει κάπου μέσα μας μέρος καθαρό από των παθών μας τις σκέψεις;
Χρειάζεται να ’χουμε κάπου μέσα μας ένα μέρος ανέγγιχτο, άσπιλο, όπου να μπορεί να φυτρώσει το αύριο. Να πάρει το πρόσωπο ενός μικρού παιδιού και μεμιάς να ονοματίσει φως όλα μας τα σκοτάδια. Πρέπει κάπου μέσα μας να φυλάμε μια γωνίτσα χρωματισμένη με Πίστη και κατάλευκες νιφάδες χιονιού.
Σήμερα πήγα στην εκκλησία να ανάψω ένα κεράκι. Το συνηθίζω –εγωιστικό εκ μέρους μου, το αναγνωρίζω- κάθε που ανάβω ένα κερί, να ζητάω και κάτι από τον Θεό. Θεός είναι Αυτός. Όλα τα μπορεί. Απόψε θα του ζητήσω να απλώσει μέσα μας ένα μέρος κρυφό και άγιο, έτοιμο να δεχτεί τον μονάκριβο Υιό Του.