Με την ονομασία «Σεπτεμβριανά» έμεινε στην ιστορία το οργανωμένο πογκρόμ της νύχτας της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 που συνέβη στη Κωνσταντινούπολη, όπου μαινόμενος, οργανωμένος και καθοδηγούμενος τουρκικός όχλος προκάλεσε βίαια επεισόδια κατά των Ελλήνων της Πόλης, λεηλατώντας και πυρπολώντας ελληνικά καταστήματα, σπίτια, σχολεία, βεβηλώνοντας εκκλησίες και νεκροταφεία.
Του Χρήστου Μαρινέλη, Προέδρου της Ένωσης Στρατιωτικών Περιφερειακής Ενότητας Καστοριάς, Αντιπροέδρου της Πανελλαδικής Ομοσπονδίας Ενώσεων Στρατιωτικών (ΠΟΕΣ).
Ο όρος «πογκρόμ», υποδηλώνει κυβερνητικής έμπνευσης και οργάνωσης βία σε βάρος μιας εθνικής μειονότητας ή κοινωνικής ομάδας στην επικράτεια ενός κράτους. Αφορμή στάθηκε η προβοκατόρικη έκρηξη στο σπίτι του πατριού του Κεμάλ Αττατούρκ στην Θεσσαλονίκη τα μεσάνυχτα της 5ης προς 6ης Σεπτεμβρίου.
Η βόμβα, όπως εξακριβώθηκε, μεταφέρθηκε από την Τουρκία από τον Οκτάι Εγκίν, γιό μουσουλμάνου βουλευτή της ελληνικής βουλής σε συνεργασία με τον πρόξενο, τον υποπρόξενο και τον κλητήρα του τουρκικού προξενείου.
Ποια ήταν όμως τα πραγματικά αίτια του πογκρόμ;
Από την επόμενη της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης η Τουρκία άρχισε να περιορίζει τα δικαιώματα που παρείχε η συνθήκη στους Έλληνες, οι οποίοι το 1927 τρία χρόνια μετά την υπογραφή της συνθήκης αριθμούσαν περί τους 126000 πολίτες, καταπατώντας άρθρα της και ασκώντας πιέσεις στους μειονοτικούς και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το 1932 η Τουρκική Εθνοσυνέλευση ενέκρινε μια νομοθεσία , η οποία τα επόμενα χρόνια στέρησε από τους etablis (εγκατεστημένους ή εποίκους, ευφημισμός για τους Έλληνες της Πόλης) τη δυνατότητα να ασκούν μεγάλο αριθμό επαγγελμάτων και εμπορικών δραστηριοτήτων. Κατά τον Μεσοπόλεμο 31 νόμοι ακρωτηρίασαν την Ελληνική κοινότητα και στέρησαν από 10000 Έλληνες τα μέσα βιοπορισμού τους, αναγκάζοντας τους να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα κυριολεκτικά αδέκαροι. Ο νόμος περί γλώσσας απαγόρευε στα μέλη της ελληνικής μειονότητας να χρησιμοποιούν δημοσίως την ελληνική γλώσσα και νομιμοποιούσε τους τουρκικής καταγωγής συμπολίτες τους να τους «διορθώνουν».
Το 1941 η στρατολόγηση ομογενών ηλικίας 25-45 ετών και η αποστολή τους σε τάγματα εργασίας στα βάθη της Τουρκίας υπό άθλιες καιρικές και όχι μόνο συνθήκες, οδήγησε πολλούς ομογενείς στο θάνατο. Το πλέον όμως εξοντωτικό μέτρο ήταν το «βαρλίκι», η φορολογία περιουσίας για τους ντόπιους Κωνσταντινοπουλίτες. Ο φόρος για τους Έλληνες ήταν τριπλάσιος της συνολικής τους περιουσίας, τη στιγμή που οι Τούρκοι πλήρωναν συμβολικά ποσά. Σε περίπτωση δε μη πληρωμής του φόρου εντός τριάντα ημερών ακολουθούσε κατάσχεση όλης της κινητής και ακίνητης περιουσίας και εκτοπισμός των οφειλετών σε καταναγκαστικά έργα σε ειδικά στρατόπεδα. Αποτέλεσμα ήταν χιλιάδες Έλληνες να χάσουν τις περιουσίες τους, πολλοί να πεθάνουν από τις κακουχίες στα καταναγκαστικά έργα, ενώ όσοι σώθηκαν απ΄αυτά, να γυρίσουν σε άθλια κατάσταση στις αρχές του 1944.
Με τη λήξη του Β Παγκοσμίου πολέμου, η Τουρκία αναγκάστηκε να χαλαρώσει τα μέτρα κατά του Ελληνισμού, καθ’ όσων η Ελλάδα ήταν με τους νικητές του πολέμου. Οι σχέσεις των δύο χωρών βελτιώθηκαν με την ένταξη τους στο ΝΑΤΟ το 1952. Αυτό οδήγησε στην αναγέννηση της μειονότητας κατά τα έτη 1947-1955, όπου η ελληνική κοινότητα παρουσίασε εντυπωσιακή πρόοδο. Αυτό βέβαια μεγάλωσε τα εχθρικά αισθήματα της τότε κυβέρνησης Μεντερές και των Τούρκων της Πόλης εναντίον των Ελλήνων. Αυτό που έδωσε την ευκαιρία στην κυβέρνηση, τον τύπο και τον τουρκικό όχλο να στραφεί απροκάλυπτα εναντίων των Ελλήνων ήταν το Κυπριακό ζήτημα. Με τις ευλογίες της κυβέρνησης ιδρύθηκαν ακραίες «εθνικές» οργανώσεις που είχαν ενεργό συμμετοχή σε «αυθόρμητες» διαδηλώσεις υπέρ των τουρκοκυπρίων. Η κυριότερη οργάνωση ήταν «η Κύπρος είναι Τουρκική». Ο τουρκικός τύπος δημοσίευε εμπρηστικά άρθρα, διέσπειρε πλήθος ψευδών ειδήσεων περί δήθεν εράνων της Ελληνικής κοινότητας υπέρ των αγωνιστών της Ε.Ο.Κ.Α, ενώ και ο πρωθυπουργός Μεντερές, ο οποίος είχε εκλεγεί με την υποστήριξη των Ελλήνων της Πόλης, προέβη σε εμπρηστικές δηλώσεις εναντίων των Ελλήνων, λίγες μέρες πριν από την τριμερή διάσκεψη του Λονδίνου, που ήταν προγραμματισμένη για τις 29 Αυγούστου 1955 με τη συμμετοχή της Μεγάλης Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας για το θέμα της Κύπρου. Ο υπουργός εξωτερικών της Τουρκίας Ζορλού, που είχε αναλάβει το κυπριακό, σε συνεννόηση με τον πρωθυπουργό Μεντερές ήθελε τις μέρες της διάσκεψης να γίνουν στην Κωνσταντινούπολη «αυθόρμητες» λαϊκές εκδηλώσεις που θα τρομοκρατούσαν την ελληνική πλευρά και θα την ανάγκαζαν να αναθεωρήσει τη στάση της.
Αφορμή όπως είδαμε παραπάνω στάθηκε η έκρηξη στο σπίτι του Κεμάλ Αττατούρκ στη Θεσσαλονίκη τη νύχτα της 5ης Σεπτεμβρίου, που προκάλεσε μικρές υλικές ζημιές. Στις 16:00 της 6ης Σεπτεμβρίου η εφημερίδα «Εξπρές» κυκλοφορεί έκτατο παράρτημα το οποίο διανεμήθηκε ταχύτητα στις μεγάλες πόλεις, όπου διαλαλούσε τη «μισητή πράξη βομβαρδισμού του σπιτιού του Αττατούρκ μας», με παραποιημένες φωτογραφίες ώστε να φαίνεται ότι έχει σημειωθεί τεράστια έκρηξη από βόμβα που έβαλαν οι Έλληνες. Στις 17:30 ομάδες φοιτητών συγκεντρώθηκαν μπροστά από το μνημείο του Κεμάλ στην πλατεία Ταξίμ. Ταυτόχρονα από τη Θράκη και τη μικρασιατική ακτή μεταφέρθηκαν στην Πόλη ομάδες κρούσης αποτελούμενες από βίαια άτομα. Για τη μετακίνηση τους χρησιμοποιήθηκε μεγάλος αριθμός ταξί, φορτηγών και βενζινοπλοίων. Το πλήθος ήταν εξοπλισμένο με ρόπαλα, σιδερολοστούς και οτιδήποτε μπορούσε να προκαλέσει καταστροφή. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρεσχέθη στους ταραχοποιούς τροφή και στέγη για μία ή δύο μέρες. Ακόμη συντάχθηκαν κατάλογοι επικείμενων στόχων σε κάθε γειτονιά και σημαδεύτηκαν τα ελληνικά κτήρια. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Ραντικάλ» τα γεγονότα οργανώθηκαν από το Γραφείο Ειδικού Πολέμου της κυβέρνησης.
Η νύχτα των κρυστάλλων της Τουρκίας ήταν γεγονός. Μέσα σε εννιά ώρες καταστράφηκαν 4340 καταστήματα, 2100 σπίτια, 26 σχολεία, 12 ξενοδοχεία, 27 φαρμακεία, 21 εργοστάσια, 11 κλινικές, 110 ζαχαροπλαστεία, 3 εφημερίδες, 73 εκκλησίες ενώ συλήθηκαν πολλοί τάφοι σε δύο κοιμητήρια. 30 Έλληνες σκοτώθηκαν, και εκατοντάδες κακοποιήθηκαν βάναυσα. Σε χιλιάδες υπολογίζονται οι βιασμοί, αν και επίσημα καταγγέλθηκαν μόλις 200. Ο ιερομόναχος Μαντάς θα ριχθεί σε πηγάδι του μοναστηριού του. Τα γεγονότα διαδραματίστηκαν κάτω από τα απαθή βλέμματα των τουρκικών αρχών, των αστυνομικών, και στη συνέχεια των στρατιωτών αφού τα μεσάνυχτα κηρύχτηκε ο στρατιωτικός νόμος. Μέσα σε λίγες ώρες η ελληνική οικονομική δραστηριότητα καταστράφηκε ολοσχερώς. Οι πρώτες εκτιμήσεις της ελληνικής κυβέρνησης μιλούσαν για ζημιές 500 εκατομμυρίων δολαρίων, Βρετανοί διπλωμάτες τις εκτίμησαν 200 εκατομμύρια, ενώ η τουρκική κυβέρνηση μείωσε κατά πολύ το ποσό σε μόλις 25 εκ. δολάρια. Στο σημείο αυτό χαρακτηριστικές είναι ορισμένες μαρτυρίες Ελλήνων και μη, οι οποίοι βίωσαν τον όλεθρο την αποφράδα εκείνη νύχτα. Ο Έλληνας ναυτικός Ιωάννης Σπετσιώτης περιγράφει: « Κατά την παραμονή μου εκεί (στην Κωνσταντινούπολη) έτυχε να βρεθώ αυτόπτης μάρτυς των θλιβερών γεγονότων.Την 6η Σεπτεμβρίου 55 το βράδυ ευρισκόμενος στη συνοικία Τουρλούμπασι είδα να γυρίζουν στους δρόμους με καμιόνια Τούρκοι και να σταματούν κάτω από τα σπίτια και να φωνάζουν τους κατοίκους να βγουν από τα σπίτια τους, να βάλουν Τουρκικές σημαίες και να φωνάζουν Ζήτω η Τουρκία. Όταν δε φώναζαν ή γενικώς δεν συμμορφώνονταν σ’ αυτά που τους έλεγαν οι άνθρωποι που ήσαν στα καμιόνια ανέβαιναν επάνω στα σπίτια τους, τους έσπαζαν τα τζάμια, πέταγαν τα πράγματα τους και τα ρούχα τους έξω, ενώ εντωμεταξύ οι χωροφύλακες τους χειροκροτούσαν και δεν επενέβαιναν καθόλου για την τάξη. Τουναντίον όταν οι διαδηλωτές δεν έβρισκαν τις πόρτες για να μπουν στα σπίτια και στα μαγαζιά, οι χωροφύλακες τους υποδείκνυαν από πού μπορούσαν να μπουν όπως π.χ στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας που δεν έσπαζε η μπροστινή πόρτα τους υπέδειξαν την πίσω, την οποία έσπασαν και αφού την λεηλάτησαν της έβαλαν φωτιά…….»
Ο ανώνυμος Αρμένιος Β.Ε εξιστορεί: « ‘Όταν έφτασα στην πλατεία Ταξίμ, δεν υπήρχαν πλέον μυστικά: όλα τα καταστήματα που δεν είχαν τουρκική σημαία είχαν λεηλατηθεί. Δεν είχε μείνει ίχνος εμπορεύματος. Το συλλαλητήριο λυσσομανούσε καταστρέφοντας τα πάντα. Χιλιάδες άνθρωποι σε πειθαρχημένες ομάδες των τριάντα ή σαράντα ατόμων καθοδηγούνταν από ένα άτομο που τους έδειχνε ποιο κατάστημα, ποια εκκλησία , ποιο εστιατόριο να λεηλατήσουν, να καταστρέψουν……Σίγουρα είχε αποφασιστεί εδώ και πολύ καιρό από την κυβέρνηση να αναρτηθεί η σημαία στις περιουσίες που ανήκαν σε μουσουλμάνους ή Τούρκους έτσι ώστε να αποφύγουν την καταστροφή. Το ενδιαφέρον είναι ότι όλοι οι Τούρκοι γνώριζαν αυτή τη μυστική εντολή, και κανένας από αυτούς που ανήκαν στις μειονότητες……..»
Ο Αιδεσιμώτατος Walter Wiley, πάστορας στο Ολλανδικό Παρεκκλήσιο περιγράφει: «Γύρω στις 8μ.μ αυτοκίνητα με λάβαρα κατέβαιναν τη λεωφόρο Ιστικλάλ. Σύντομα συμμορίες ανδρών και αγοριών κατέφθασαν από την κατεύθυνση του Γαλατασαραι φωνάζωντας και μιλώντας. Εφόρμησαν στην οδό Κουμπαρατζί και διέλυσαν ένα Ελληνικό βιβλιοπωλείο και ένα ή δύο παρακείμενα καταστήματα. Έπειτα ο επιτιθέμενος όχλος πέταξε πέτρες μέσα από τις βιτρίνες του «Λεμπόν» στη γωνία….»
Ο Τουρκικός τύπος παρά την λογοκρισία του στρατιωτικού νόμου που επιβλήθηκε είχε το πλεονέκτημα της επί τόπου παρακολούθησης των γεγονότων. Η εφημερίδα Milliyet έγραψε (του Φαχίρ Ερσίν): «Στην πλατεία Ταξίμ το πλήθος είναι μεγάλο. Σ’ ένα ελληνικό παντοπωλείο μία από τις ομάδες προειδοποιεί, «κρεμάστε τη σημαία». Αφού δεν έβαλε την τουρκική σημαία, με το πρώτο χτύπημα γκρέμισαν τα ρολά. Έπειτα άρχισαν να πετάνε πέτρες και να διαλύουν το κατάστημα με ρόπαλα. Σε πέντε λεπτά το κατάστημα είχε μετατραπεί σε ερείπιο. Μετά συνέχισαν καταστρέφοντας το παντοπωλείο «Άνκαρα». Μια ομάδα διέλυσε το ζαχαροπλαστείο του ξενοδοχείου «Παρκ»……..»
Η αντίδραση της τότε ελληνικής κυβέρνησης στα γεγονότα αν και τα εκτίμησε με μεγάλη ακρίβεια, υπήρξε δυστυχώς χλιαρή έως ανύπαρκτη (κυρίως μέσω επιστολών και διαβημάτων του ΥΠΕΞ Στ.Στεφανόπουλου και του Πρωθυπουργού Αλ.Παπάγου), λόγω και των ισχυρών πιέσεων που άσκησε ο Αμερικανός ΥΠΕΞ Τζον Φόστερ Ντάλλες, ο οποίος καλούσε τις δύο χώρες να ειρηνεύσουν για το συμφέρον του ελεύθερου κόσμου εξισώνοντας θύτες και θύματα, προκαλώντας την οργή των Ελλήνων (μην ξεχνάμε ότι τα γεγονότα έλαβαν χώρα τη περίοδο του «Ψυχρού Πολέμου» και του έντονου μακαρθισμού στις Η.Π.Α). Από την άλλη η ένοχη κυβέρνηση της Τουρκίας προσπάθησε να αποδώσει τα γεγονότα σε κομμουνιστές, συλλαμβάνοντας μεταξύ άλλων πασίγνωστους συγγραφείς της εποχής καθώς και σε ακραία εκδήλωση των χαμηλόμισθων στρωμάτων της κοινωνίας εναντίον των εύπορων τάξεων της Πόλης ανεξάρτητα εθνοθρησκευτικής προέλευσης. Την προσπάθεια αυτή των Τούρκων την αποδόμησε πλήρως η έκθεση του Παγκόσμιου Συμβούλιου των Εκκλησιών (ΠΣΕ) η οποία αποτελεί μοναδικό ντοκουμέντο με αδιάσειστα στοιχεία για το ανθελληνικό πογκρόμ του 1955.
Η ελάχιστη ηθική ικανοποίηση στην Ελλάδα δόθηκε στις 24 Οκτωβρίου του 1955 στο στρατηγείο του ΝΑΤΟ στην Σμύρνη, όπου σε ειδική τελετή η Άγκυρα τίμησε την ελληνική σημαία την οποία ύψωσε ο Τούρκος υπουργός εξωτερικών. Τα γεγονότα ακολούθησαν ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία. Στις 27 Μαΐου 1960 ξέσπασε στρατιωτικό κίνημα υπό τον στρατηγό Τζεμάλ Γκιουρσέλ. Ο Πρωθυπουργός Μεντερές, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Τζελάλ Μπαγιάρ, ο υπουργός Εξωτερικών Φατίν Ζορλού, καθώς και εκατοντάδες στελέχη του Δημοκρατικού κόμματος της Τουρκίας, συνελήφθησαν. Στην πολύκροτη και πολύμηνη δίκη στη νήσο Γιασίαντα, το Ανώτατο δικαστήριο της Τουρκίας, εκτελώντας εντολές της στρατιωτικής χούντας που κυβερνούσε, ανακοίνωσε την απόφασή του σύμφωνα με την οποία 15 ηγετικά στελέχη του καθεστώτος Μεντερές καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο Μεντερές καταδικάσθηκε μεταξύ άλλων και για την οργάνωση του ανθελληνικού πογκρόμ της 6ης–7ης Σεπτεμβρίου 1955. Η εκτέλεση του πραγματοποιήθηκε την 17η Σεπτεμβρίου 1961 δι’ απαγχονισμού.
Πολλοί Τούρκοι διανοούμενοι και μη, έχουν «απολογηθεί» στο πέρασμα των χρόνων για τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του ’55. Το αποτέλεσμα για τον Ελληνισμό όμως ήταν τραγικό. Από τις εκατό και πλέον χιλιάδες ελλήνων που ζούσαν στην Πόλη μετά την συνθήκη της Λωζάννης, απέμειναν μόνο 3500 άτομα και αυτά κατεστραμμένα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.Βαφειάδης Σίμος, Ένας πολίτης θυμάται, Αθήνα,1998
2. Βρυώνης Σπύρος, Ο μηχανισμός της καταστροφής, Αθήνα,2007
3. Καλούμενος Δημήτριος, Η σταύρωση του Χριστιανισμού. Η ιστορική αλήθεια των γεγονότων της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955 στην Κωνσταντινούπολη, Αθήνα, 2002 (ν.εκδ)
4. Σαλαπασίδης Γιάννης, Τι να θυμηθώ! Τι να ξεχάσω! Το 55 στην Κωνσταντινούπολη, Αθήνα 1999