Στη Θεσσαλονίκη όλοι οι συγγενείς πέσανε πάνω της να την παρηγορούν για το χαμό του ανδρός της, του ήρωος της Σμύρνης όπως τον έλεγε ο πατέρας της. H Αλίκη όμως δεν ήθελε να βλέπει κανέναν, κλείνονταν στο δωμάτιο με τις ώρες, είχε μισήσει τον εαυτό της, μέσα της ένοιωθε ότι έπρεπε να πληρώσει το τίμημα για την ηδονή που πήρε και πρόσφερε εκείνο το απόγευμα, ενώ την ίδια ώρα χύνονταν τα σωθικά του άντρα της στα χώματα της Ανατολής. Αφού δεν του είχε μείνει πιστή όσο ζούσε, θα το έκανε τώρα πια που ήταν νεκρός. Ο θεός και η πίστη του σε αυτόν, θα ήταν ο δικός της εξαγνισμός και συνάμα η τιμωρία της, να περάσει την υπόλοιπη ζωή μόνη.

Του Διαμαντή Παπαθανασίου

Για την Αλίκη όμως την ημέρα που για πρώτη φορά ένοιωσε την ύπαρξη ενός μωρού μέσα της, όλα άλλαξαν ξανά. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη του δωματίου της, εκεί στο πατρικό σπίτι όπου μεγάλωσε, θα μεγάλωνε και αυτή το παιδί της. Άγγιξε απαλά την κοιλιά της, το μειδίαμα που χαράχτηκε στο πρόσωπο της, σαν να έσπρωξε μακριά την αμαρτία που βάρυνε τους ώμους της. Ο θεός, ψέλλισε, κάρπισε την αμαρτία μου και την καθάγνισε. Θα ζούσε και θα γινόταν καλύτερη μόνο για το μωρό της, ή ζωή της θα αποκτούσε νόημα ξανά. Οι ημερομηνίες λίγο πολύ πατούσαν και έτσι δεν θα ντρόπιαζε την οικογένεια της, ο πατέρας της τρελάθηκε από την χαρά του, ο ήρωας, μας άφηκε απογόνους, είπε με στόμφο στο καφενείο, παρόλο το βαρύ πένθος μας, σήμερα κερνάω για τα χαρμόσυνα της θυγατρός μου.

Το βλέμμα της καρφωμένο στο εικόνισμα της Παναγίας, δυο κεριά έλιωναν μπροστά της ρίχνοντας τρεμάμενες σκιές πάνω στην εικόνα. Η κυρά Δέσποινα, μια γερόντισσα μαμή είχε το γενικό πρόσταγμα στο σπίτι, μαζί της στο αποστειρωμένο δωμάτιο και οι δέχτρες για να την βοηθήσουν στην αίσια έκβαση του τοκετού. Το νερό έβραζε ήδη στη χύτρα του τζακιού. Ένα ψαλίδι, μια βελόνα και κλωστή ήταν όλα τα εργαλεία, μαζί με τις φασκιές για το σπαργάνωμα του βρέφους. Οι δέχτρες την ενθάρρυναν να σπρώξει και πάταγαν με τα χέρια την κοιλιά της, για να πέσει το παιδί. Η γερόντισσα, αμίλητη, γονατιστή ανάμεσα στα σκέλια της, με λαδωμένα δάκτυλα άνοιγε τον κόλπο. Ύστερα από ένα δυνατό σπρώξιμο το νεογνό έπεσε στα χέρια της μαμής, με επιδέξιες, γρήγορες κινήσεις έκοψε τον τυλιγμένο λώρο από τον λαιμό του βρέφους και άρχισε να το τινάζει για να κλάψει, μετά το τσίμπησε, μετά το τίναξε ξανά και μετά πάλι το τσίμπησε πιο δυνατά.

Το δωμάτιο έγινε κόκκινο, το ύστερο ξεβράστηκε μισό από τη μήτρα μαζί και ένα ποτάμι αίμα. Τα πανιά γινήκαν κόκκινα, το πρόσωπο της λεχώνας πελιδνό, στράγγιζε από ζωή. Ένας κροταλιστός υγρός ήχος βγήκε από το στόμα της, σώσε με Παναγιά μου πρόλαβε να πει και ξεμάκρυνε η ψυχή από το σώμα. Τα κεριά μπροστά στο εικόνισμα σώθηκαν και το πρόσωπο της Θεοτόκου σκοτείνιασε, δυο ζωές χαθήκανε μπροστά της τούτη την μέρα, η μια κόπηκε στη μέση και η άλλη δεν πρόκανε να αρχίσει.

Στα Καραγάτσια της Θεσσαλονίκης μετά το ’22 οι πρόσφυγες φτιάξανε παράγκες από τσίγκο με χωμάτινα πατώματα, μετατρέψανε όπως όπως τους στάβλους και τα κοτέτσια σε καλυβόσπιτα και αυτοί ήταν οι τυχεροί, οι περισσότεροι περιφέρονταν ανέστιοι και βρώμικοι, περνώντας το βράδυ τους όπου βρουν. Ένας απέραντος βούρκος το χειμώνα και μια πνιγερή χωματερή το καλοκαίρι. Πέρασαν κάμποσα χρόνια για να αρχίσει να καλυτερεύει η συνοικία, δρόμοι ανοίχτηκαν, οι στάβλοι και τα κοτέτσια γκρεμίστηκαν και τα πρώτα κανονικά σπίτια έκαναν την εμφάνιση τους. Οι πρόσφυγες παρόλο την φτώχεια τους, άρχισαν σιγά σιγά να νοιώθουν τουλάχιστον άνθρωποι, γιατί μέχρι πριν και αυτό ήταν αδύνατον.

Ο πρώτος καιρός στην Θεσσαλονίκη δεν έμοιαζε σαν εκείνον στην Καστοριά, ο καινούργιος της τόπος μύριζε προσφυγιά, το ένιωθες στο πετσί σου, στο καθετί που συναντούσες. Στους προσφυγικούς μαχαλάδες συγχρωτίζονταν άνθρωποι που είχαν στο βλέμμα τους τον ξεριζωμό. Η περιρρέουσα αυτή ατμόσφαιρα αγωνίας, φτώχειας και ανέχειας, σε άλλους ανθρώπους θα χάριζε άκοπα, συναισθήματα θλίψης και μαρασμού, στην Ευγενία όμως έδινε ένα περίεργο πείσμα και πίστη για ένα καλύτερο αύριο. Ένοιωθε πιο ασφαλής ανάμεσα σε τούτους τους ανθρώπους που κουβαλούσαν, σαν και εκείνη την πατρίδα τσαλακωμένη στα μπαούλα και τις βαλίτσες τους, κάτω από τα κρεβάτια και μέσα στις ντουλάπες, δεν είχε σημασία πια πατρίδα κουβαλούσε ο καθένας, το πρόσημο της προσφυγιάς είναι πάντα και παντού το ίδιο.

Εκεί λοιπόν στα προσφυγικά Καραγάτσια έπιασε το σπίτι της η Ευγενία, το μπόλιασε με την αύρα της, οι τοίχοι πήραν τις μυρωδιές της, ποτίστηκαν από το γέλιο της, εκεί της έβγαλε η κυρά μαμή την κόρη της, την Ευανθία, σχεδόν όρθια πιασμένη από μια καρέκλα, βλαστημώντας σαν αχθοφόρος του λιμανιού. Εκεί έβρισκε ηδονή άλλοτε βυθίζοντας μέσα της την σκληρότητα ενός άντρα και άλλοτε απολαμβάνοντας την γλυκύτητα μια γυναικείας γλώσσας, πνίγοντας τα βογκητά που ήθελαν να βγουν από τα έγκατα του σώματος της στο μαξιλάρι, για να μην ακουστούν στο διπλανό δωμάτιο που κοιμόταν η μικρή Ευανθία. Εκεί μοντάρισε και τα πρώτα ρούχα για τους γείτονες, εκεί έκρυψε δυο αμούστακα παιδιά από την αντιστασιακή οργάνωση Ελευθερία που γλύτωσαν την τελευταία στιγμή από τη γερμανική περίπολο, εκεί έκλαψε αγκαλιά με την κόρη της για τον αλληλοσπαραγμό στον εμφύλιο. Από εκείνο το σπίτι βγήκαν αργότερα και τα πρώτα της σχέδια για φουστάνια που φορέθηκαν σε όλη την Θεσσαλονίκη.

Οπουδήποτε αλλού, μια γυναίκα μόνη με ένα παιδί,  θα ήταν η πουτάνα και το μπάσταρδο, εκεί απλά ήταν πρόσφυγες σε μια νέα πατρίδα. Ο αυθορμητισμός και η δοτηκότητα, μαζί με το τρανταχτό γέλιο της, έδιναν χρώμα και ελπίδα στην καινούργια της γειτονιά και όταν οι τριγύρω γυναίκες κατάλαβαν ότι δεν έβαζε στο μάτι, τους άντρες τους, γίνηκαν φιλενάδες που στο πέρασμα των χρόνων εξελίχθηκαν πιότερα και από αδερφές. Με τους άντρες της γειτονιάς μοιράζονταν καπνό και έπιναν ούζα τις Κυριακές στις αυλές των σπιτιών. Η Ευανθία, κομμάτι της καρδία της όπως την έλεγε,  μεγάλωνε σαν προέκταση της Ευγενίας, έκαναν τα πάντα μαζί, της έμαθε και αυτής να γελά πάντα δυνατά, με θόρυβο, μέσα από τη ψυχή της. Της έμαθε να είναι δυνατή, να μην φοβάται να πληγωθεί και να είναι γενναιόδωρη. Να μην παραπονιέται για τίποτα και να βρίσκει χαρά στα πιο μικρά, στα πιο ασήμαντα.

Κάποιοι άνθρωποι μπορούν να συγκαταβατούν τα μέσα τους και να προσαρμόζονται σε αυτά που έρχονται στο διάβα τους. Δεν αγάπησε ξαφνικά τον άντρα που της διάλεξαν τα αδέρφια της, αλλά δεν στεναχωρήθηκε, ούτε κλείστηκε στον εαυτό της, με τον καιρό έμαθε να σέβεται τον σύζυγο της για όλα όσα πρόσφερε σε εκείνη και τον γιο της, μόνο λίγο ο πατέρας, της έλειπε στην καινούργια ζωή στη Θεσσαλονίκη. Εγκαταστάθηκαν ανατολικά στη Χαμηδιέ, στη συνοικία των εξοχών, σε ένα δίπατο με πανέμορφο κήπο και την θαλασσινή αύρα να χαϊδεύει τα πίσω δωμάτια, θυμίζοντας της, την Καβαλά. Εκεί η Μαριώ, πλέον Εσκιόγλου, δειλά δειλά προσαρμόστηκε στην ζωή ανάμεσα στους λογής λογής εύπορους, Εβραίους Τούρκους, Βούλγαρους γείτονες.

Ο Εσκιόγλου ήταν πιο πολύ τυπικός παρά εγκάρδιος μαζί της, της μιλούσε με ευγένεια ενώ έδειχνε υπομονή στον πρώτο δύσκολο καιρό προσαρμογής στη νέα ζωή της εγκυμονούσας, φροντίζοντας πάντα να μην της λείψει τίποτα. Έτσι και αλλιώς ήταν άνθρωπος της συνήθειας, χωρίς παρεκτροπές και πάθη σε όλα του, ακόμα και στο γαμήσι που της πρόσφερε. Πάντα Παρασκευή ή Σάββατο, εκείνη πάντα γυρισμένη μπρούμυτα στο κρεβάτι και αυτός πάντα από πάνω τελειώνοντας μέσα της ενδοτικά με έναν μακρόσυρτο ρόγχο, σαν να πέθαινε και ανασταίνονταν κάθε φορά. Πότε του δεν ρώτησε τίποτα για το παιδί, ποτέ δεν θέλησε να μάθει κάτι παραπάνω από αυτά που του είχαν πει τα αδέρφια της εκείνη την ημέρα σε ένα καφενείο στη Καβάλα, το μόνο που θέλησε ήταν να βγάλουν το παιδί, Κωστή, το όνομα του συχωρεμένου πατέρα του.

18 χρονών αμούστακο παλικάρι την είχε πρωταντικρίσει και την ερωτεύτηκε αμέσως, ξεροστάλιαζε στη γωνία του δρόμου μόνο για να την χαζεύει, πότε να πλένει τα ρούχα στη σκάφη, πότε να καρικώνει ξεφτισμένα ρούχα, πότε να κουβεντιάζει με την μάνα της και να χαχανίζει  δυνατά,αδάμαστα. Είχε μια θηλυκή λεβεντιά η Ευγενία σε όλες τις κινήσεις της που τον μαγνήτιζε. Όταν από μόνη της πήγε και του μίλησε, του κόπηκαν τα πόδια, κοκκίνισε και δεν έβγαλε μιλιά, μόνο το γέλιο της, αντήχησε μέσα του και τον αιχμαλώτισε. Τα υπόλοιπα έγιναν γρήγορα, μίλαγε ο κόσμος που ήταν μεγαλύτερη του, τουρκόσπορη την έλεγαν, παστρικιά, τίποτα αυτός, δεν άκουγε κανέναν, την πήγε στον πατέρα του και την στεφανώθηκε μέσα σε 3 μήνες.

Η απότομη αναχώρηση της Ευγενίας ήταν πλήγμα για τον Στάθη τον Γρόντη, δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους του. Κάτι μισόλογα που ξεστόμιζε ο κόσμος για το χωράφι που της έγραψε ο πατέρα του, τον μπέρδευαν ακόμα παραπάνω, μα δεν τολμούσε να τον ρωτήσει, φοβόταν το κόμπιασμα του, δεν ήθελε να ζήσει τη στιγμή που ο πατέρας του θα έψαχνε λέξεις για να απαντήσει και λέξεις δεν θα έβρισκε. Δεν άντεξε, τα βρόντηξε όλα και έφυγε για την Θεσσαλονίκη.

Στα τέλη της δεκαετίας του 30′ η Θεσσαλονίκη ακόμα ήταν ένα πομπώδεις χαρμάνι φυλών, αφήνοντας σιγά σιγά πίσω της την Οθωμανική ανατολή , μπουσουλούσε προς την Ευρωπαϊκή δύση. Ο Στάθης o Γρόντης που έψαχνε δουλειές του ποδαριού,μπλέχτηκε σαν εργάτης με δυο Εβραίους να καθαρίζουν τους κάραβους σε σπίτια πλουσίων. Έτσι λοιπόν μια μέρα τους βρήκε στη συνοικία των εξοχών, να καθαρίζουν το δίπατο του Γρηγόρη και της Μαριώς Εσκιόγλου. Οι βοθροκαθαριστές συμφώνησαν να πληρωθούν με τον κουβά και έτσι αφού έσκαψαν την αυλή ξεκίνησαν να βγάζουν. Ο Εσκιόγλου, δεν είχε μπέσα στους Εβραίους και την τσέπη του την μέτραγε πολύ, σημείωνε προσεχτικά έναν, έναν κουβά με το πολύτιμο περιεχόμενο. Αφού τελειώσαν, καθίσαν να κάνουν λογαριασμό, 33 κουβάδες λέει ο Εσκιόγλου 35 μέτρησε ο Γρόντης, άρχισαν οι φωνές και οι αντεγκλήσεις. Με τα πολλά, αρπάζει ο Στάθης ο Γρόντης δυο κουβάδες με σκατά και τα ρίχνει χάμω μες τον κήπο, ορίστε, τώρα είναι 33 κουβάδες σκατά, είπε μαινόμενος. Γούρλωσε το μάτι του Εσκιόγλου και έκανε να πιάσει τον Γρόντη από το λαιμό, η Μαριώ με το τρίχρονο στην αγκαλιά που είχε στο μεταξύ κατέβει κάτω από τις φωνές, μπήκε μπροστά φωνάζοντας και τον σταμάτησε. Ο Στάθης σαν είδε γυναίκα και παιδί ντράπηκε, παραμέρισε στην άκρη και κατέβασε το κεφάλι. Την ίδια ώρα εμφανίσθηκαν στην αυλή δυο χωροφύλακες που ζήτησαν σε αυστηρό τόνο να μάθουν τα καθέκαστα, μαζί και τα στοιχεία των εμπλεκομένων. Στο άκουσμα της καταγωγής και του πατρώνυμου του Στάθη Γρόντη, η Μαριώ σάστισε, οι εξωτερικοί ήχοι γύρω της βουβάθηκαν, μέσα στο μυαλό της ηχούσαν κανονιοβολισμοί σαν εκείνους που άκουγε στην εξώπορτα του πατρικού της, εκείνη την μέρα που της συστήθηκε ο Φάνης ο Γρόντης. Μόλις κατάφερε να συνέλθει, ψιθύρισε στο αυτί του άντρα της να πληρώσει όσα ζητούσαν οι εργάτες και να τους διώξει όλους αμέσως. Έπιασε στοργικά το πρόσωπο του παιδιού της, ενώ έριξε μια φευγαλέα ματιά στο Στάθη τον Γρόντη. Η μοίρα μου παίζει περίεργα παιχνίδια σκέφτηκε.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 η Ευγενία ήταν πια η μοδίστρα της καλής κοινωνίας, είχε μπει σχεδόν σε όλα τα σπίτια των εύπορων κυριών της Θεσσαλονίκης, τα κομψά της φορέματα έγιναν μόδα, ικανοποιώντας την ακόρεστη προσελκυστική λαμπροειμονία των κυρίων των σαλονιών. Την καλούσαν για σουαρέ, τα οποία παρόλο που τα βαριόταν αφόρητα, διασκέδαζε πολύ να φέρνει όλες τις “αρχοντομαθημένες σουαρετζούδες” όπως τις έλεγε, σε δύσκολη θέση. Ζητούσε να πιει ούζο και μιλούσε για πολιτικά αντί για μόδα, την ρωτούσαν που έχει το ατελιέ της και απαντούσε με περισπούδαστο ύφος… Το ατελιέ, δηλαδή το χαμόσπιτο μου είναι στα εξωτικά Καραγάτσια, είστε ευπρόσδεκτες κυρίες μου να έρθετε όποτε θέλετε, προσοχή μόνο στις λακκούβες με τα βρομόνερα.

Μονάχα μία είχε βάλει στην καρδιά της η Ευγενία, ίσως γιατί δεν παρίστανε την σπουδαία, ούτε έκρυβε την καταγωγή της, περνούσαν πολλές ώρες μαζί, της έραβε τα καλύτερα της σχέδια. Ήταν η μόνη που είχε έρθει σπίτι της στα Καραγάτσια, γνωρίζοντας τις φίλες της, νοιώθοντας οικεία σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Καθόντουσαν απογεύματα στη πίσω αυλή της Μαριώς Εσκιόγλου απολαμβάνοντας τα καλοκαιρινά μελτέμια που φέρναν και στις δυο θύμισες παλιές με ιστορίες από θάλασσα που τόσο πολύ την αγαπούσαν και οι δυο.

Μερικές φορές Ευγενία σε νοιώθω σαν αλμυρίκι, είπε η Μαριώ κοιτώντας ευθεία μπροστά την θάλασσα. Τούτο φυτρώνει μόνο του, απλώνει ρίζες δυνατές σε βάθος απύθμενο, με άνθη ρόδινα που δεν χαμπαριάζουν από ξηρασίες και εκεί που κάποιος θα έλεγε πως το αλμυρισμένο νερό θα το κάψει και θα το καταστρέψει, αυτό ευνοείται από δαύτο και συνεχίζει και μεγαλώνει κόντρα στους ανέμους που το δέρνουν και τις χειμωνιάτικες πλημμύρες. Έτσι και εσύ παρόλο που σε έριξε η μοίρα μόνη με ένα παιδί σε τόπο ξένο, μακριά από την πατρίδα σου, μπόρεσες και έριξες ρίζες βαθιές και πρόκοψες και έβγαλες άνθη ρόδινα για σένα και για την κόρη σου.

Για δυο λεπτά δεν μίλησε καμία τους, πάρα μόνο χάζευαν την ακροθαλασσιά, η σιωπή έσπασε από την Ευγενία. Όλοι μας κουβαλάμε μέσα μας, μικρά ή μεγάλα μυστικά, αμαρτίες που γίνανε και δεν ξεγίνονται. Στο σπίτι έχω φυλαγμένες κάτι λίρες σε ένα κουτί, είναι εκείνες οι λίρες που με βοήθησαν να πιάσω το σπίτι, που μας τάισαν τους πρώτους δύσκολους μήνες λεχώνα και βρέφος, είναι αυτές που μας κράτησαν εν ολίγοις ζωντανούς στο δύσκολο ξεκίνημα. Είναι το αντίτιμο για το ξέβγαλμα ψυχής που έκανα κάποτε και πρέπει να γυρίσουν εκεί που ανήκουν, δίχως εξαγνισμούς και συγνώμες, το χρέος μονάχα να σβηστεί και ο καθένας το δρόμο του.

Ο έρωτας είναι απλός, δεν θέλει πολλές φιοριτούρες, αν είναι να συμβεί το ταίριασμα ψυχών θα γίνει ο κόσμος να χαλάσει. Η Ευανθία τον Κωστή τον γνώρισε σπίτι του, να μελετά δίκες και νόμους, όντας φοιτητής της νομικής. Εκείνος ήταν ευθυτενής, ψηλός και αδύνατος, μόλις την έβλεπε να μπαίνει στον κήπο προσπαθούσε να κρύψει την αμηχανία του πίσω από τα βιβλία. Εκείνη, πηγή ζωντάνιας και εξωστρέφειας, τα πελώρια κατάμαυρα μάτια της, κοιτούσαν πάντα ευθεία, ψηλά στο πρόσωπο, ποτέ χαμηλά. Της άρεσε αμέσως η έμφυτη ευγένεια του και ο άχαρος τρόπος που προσπαθούσε ανεπιτυχώς να κρύψει την ντροπαλότητα του. Σε εκείνη ο Κωστής βρήκε το αντίβαρο της δικής του εσωστρέφειας, αιχμαλωτίστηκε από την χειμαρρώδη ζωντάνια της, ενώ με τον καιρό η απλότητα της σκέψης της, συνάμα με την ασίγαστη αισιοδοξία στο κάθε τι που αντιμετώπιζε, τον συνεπήρε ολότελα, θαρρείς και τον ξεμπλόκαρε σαν άνθρωπο και τον έκανε να ζει την καθημερινότητα αλλιώς.

Ένα απόγευμα Σαββάτου, ο τυπικός Γρηγόρης Εσκιόγλου βρέθηκε στα Καραγάτσια, με κάθε επισημότητα και τα απαραίτητα άνθη. Μαζί του, η γυναίκα του και ο γιος του, χτυπούσαν την εξώπορτα της Ευγενίας, ενώ οι γειτόνισσες στα γύρω μπαλκόνια χαχάνιζαν από ευτυχία για την τύχη της μικρής Ευανθίας. Ο γάμος θα γινόταν το καλοκαίρι, με τις δυο φιλενάδες και πλέον συμπεθέρες να συναγωνίζονται σε ευτυχία ακόμα και τους δυο μελλόνυμφους.

Είχαν περάσει 20 χρόνια πια από τότε που πρωτοαντίκρισε την Θεσσαλονίκη ο Στάθης ο Γρόντης  μεγάλη προκοπή δεν έκανε, μήτε πείνασε όμως. Τα κουτσοκατάφερνε τα πρώτα χρόνια σε δουλειές του ποδαριού, μα σαν έμαθε την τέχνη του τσαγκάρη σε έναν γερο Εβραίο, την διάλεξε για μόνιμη δουλειά του. Όταν οι Γερμανοί μαζώξαν όλους τους Εβραίους ξεριζώνοντας τους από τον τόπο τους, του ξέμεινε η επιχείρηση και ρίζωσε στην περιοχή Ντορέ. Την Καστοριά δεν την είδε ξανά, μονάχα στη μάνα του έγραφε που και που, μέχρι που του έγραψαν ότι πέθανε. Για τον πατέρα του δεν ήξερε τίποτα και ούτε θέλησε να μάθει.

Η μοίρα λένε χτυπάει ύπουλα, εκεί που είσαι ήρεμος, γαλήνιος, πολλές φορές πιο ευτυχισμένος από ποτέ. Έτσι και εκείνες ήταν ευτυχισμένες για τις τύχες των παιδιών τους, περπατούσαν αλαμπρατσέτα εκείνο το ζεστό πρωινό του Ιούνη, δυο μέρες πριν τον γάμο, όταν η Ευγενία και η Μαριώ βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο με τον Στάθη τον Γρόντη, έξω από το μαγαζί του με μια σκούπα στο χέρι.

Η Μαριώ δεν έβγαλε άχνα σαν άκουσε το όνομα του άντρα που στεκόταν απέναντι τους, γύρισε το κεφάλι της προς το δρόμο για όσα λεπτά ο Γρόντης με την Ευγενία μιλούσαν. Τα 20 χρόνια που είχαν περάσει από την τελευταία φορά που είχαν να βρεθούν ήταν αρκετά για να αμβλύνουν τα πάθη, να ξεθωριάσουν το θυμό και τα γιατί του Στάθη του Γρόντη και έτσι αντάλλαξαν κάτι παγωμένες ευχές καλοζωίας  και όπως ξαφνικά βρέθηκαν, έτσι ξαφνικά, χάθηκαν ο καθένας στον κόσμο του.

Όλο το βράδυ στριφογύριζε στο κεφάλι της η απάντηση της Ευγενίας, όταν την ρώτησε δήθεν αδιάφορα ποιος ήταν ο κύριος. Ο Στάθης ο Γρόντης ήταν πρώην άντρας της Ευγενίας και άρα μπαμπάς της Ευανθίας. Το μυαλό της ρημάδι, δηλαδή ο γιος μου παντρεύεται την εγγονή του πατέρα του, έλεγε και ξανά έλεγε μην μπορώντας να το συνειδητοποιήσει, ένοιωθε ένα κόμπο στο λαιμό και μια ναυτία. Το ξημέρωμα την βρήκε κάτω στην ακροθαλασσιά, άυπνη μα κατασταλαγμένη, τα μυστικά θα παρέμειναν μυστικά και οι ζωές θα συνεχίζονταν έτσι όπως τις φτιάξαμε, που να ήξερε η Μαριώ πως το μυστικό που θα παρέμεινε κρυφό, έκρυβε πιο πικρές αλήθειες και ο Κωστής θα παντρευόταν την ίδια του την αδερφή.

Τρεις εβδομάδες μετά το γάμο της Ευανθίας και του Κωστή, ο Στάθης ο Γρόντης έλαβε ένα δέμα  που με μέσα είχε κάτι λίρες, ένα σημείωμα της Ευγενίας έλεγε πως ένα χρέος που κρατάει χρόνια σβήνει σήμερα με αυτό το δέμα.

Κάπως έτσι κουτρουβαλάν οι ζωές των ανθρώπων αυτών, τα μοιράδια του καθενός. Άλλες τερματίζουν άδοξα και αξόδευτα χάνονται μέσα στη λήθη των χρόνων και άλλες συνεχίζουν με ένα αδιόρατο νήμα να τις δένει, άλλοτε παράλληλα και άλλοτε να τέμνονται για λίγο και ύστερα να χάνονται ξανά. Μέσα από μυστικά, ανομολόγητα πάθη, συμβιβασμούς, δίψα για ζωή, ασήμαντες συμπτώσεις, μικρές αφορμές, σωστές ή λάθος αποφάσεις, ο καθένας πορεύεται και χωρίς να το ξέρει ή να το θέλει, διεκδικεί τη σπιθαμή ζωής που του αναλογεί μέσα στις ζωές των άλλων.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here